δεύρο: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(9)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=δεῡρο και [[δεύρω]] και αιολ. δεῡρυ και αττ. επιτ. [[δευρί]] και δεῡρε και δευρεί) (Α)<br /><b>1.</b> (με ρήματα κινήσεως [[σημαντικά]]) εδώ, [[προς]] τα εδώ («[[ἦλθον]] αἰχμητάων δεῡρο μαχησόμενος», Ιλ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὰ δεῡρο» — τα αισθητά όντα<br /><b>3.</b> (σε συζητήσεις, επιχειρήματα και αποδείξεις) ως αυτό το [[σημείο]] («[[μέχρι]] μὲν οὖν δὴ δεῡρο τοῡ λόγου [[καλῶς]] μὲν ἄν ἔχοι»)<br /><b>4.</b> (χρησιμοποιούμενο ως παρακελευσματικό [[μόριο]] με β' εν. πρόσ. προστ.) εδώ! από δω! [[εμπρός]]! («ἀλλ' ἄγε δεῡρο», Ιλ.) (με το β' πληθ. σε [[χρήση]] το [[δεύτε]])<br /><b>5.</b> ([[χωρίς]] [[ρήμα]]) «δεῡρο σύ», «Θεαίτητε, δεῡρο [[παρά]] Σωκράτη» (<b>Πλάτ.</b>, Θεαίτ.)<br /><b>6.</b> πήγαινε [[προς]] («δεῡρο πρὸς τοὺς προφήτας», ΠΔ)<br /><b>7.</b> (για χρόνο) [[μέχρι]] [[τώρα]], [[μέχρι]] εδώ, έως [[τώρα]] («καὶ δεῡρό γ' ἀεί τὴν τύχην οὐ [[μέμφομαι]]» (<b>Αισχ.</b>, Ευμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δεύρο]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>δε</i>-<i>υρο</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δε</i>-<i>αυρο</i> (<b>[[πρβλ]].</b> τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[πέδευρα]]<br />ύστερα» όπου το λακων [[πέδευρα]] <span style="color: red;"><</span> [[πεδά]]- <i>αυρα</i>). Το α' συνθετικό της λ. [[δεύρο]] [[είναι]] [[προφανώς]] το επιθηματικό [[στοιχείο]] -<i>δε</i>, που εδώ λειτουργεί ως προθεματικό. Η λ. [[δεύρο]], με αρχική επιρρηματική [[σημασία]] «εδώ», εξέλαβε προστακτική [[χροιά]] «έλα εδώ» (<b>[[πρβλ]].</b> λιθ. <i>aure</i>, [[λέξη]] συνώνυμη του [[δεύρο]], [[καθώς]] και αρμ. <i>ur</i> «[[προς]] τα εδώ» <span style="color: red;"><</span> <i>ure</i>, ουμβρ. <i>uru</i> «[[εκεί]]»). Παράλληλοι τύποι του [[δεύρο]] [[είναι]]: ο αιολ. τ. <i>δεύρυ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άλλυ</i>-<i>δις</i>)<br />ο τ. [[δευρί]] με το επιτατικό δεικτικό -<i>ί</i>, του οποίου [[άλλη]] [[μορφή]] [[είναι]] το <i>δευρεί</i>, εύχρηστο από το 400 μ.Χ.<br />ο τ. [[δεύρω]] σχηματισμένος [[κατά]] το <i>πρόσ</i>(<i>σ</i>)<i>ω</i><br /><i>ο</i> μεμονωμένος τ. <i>δεύρε</i> ενικού αριθμού που σχηματίστηκε σύμφωνα με ρηματικούς τύπους προστακτικής σε -<i>ε</i>, ενώ το [[δεύτε]], τ. πληθυντικού αριθμού που διατηρήθηκε στην Νέα Ελληνική, προέρχεται από το [[δεύρο]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δεύρο]] ίτε</i>)].
|mltxt=δεῡρο και [[δεύρω]] και αιολ. δεῡρυ και αττ. επιτ. [[δευρί]] και δεῡρε και δευρεί) (Α)<br /><b>1.</b> (με ρήματα κινήσεως [[σημαντικά]]) εδώ, [[προς]] τα εδώ («[[ἦλθον]] αἰχμητάων δεῡρο μαχησόμενος», Ιλ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὰ δεῡρο» — τα αισθητά όντα<br /><b>3.</b> (σε συζητήσεις, επιχειρήματα και αποδείξεις) ως αυτό το [[σημείο]] («[[μέχρι]] μὲν οὖν δὴ δεῡρο τοῦ λόγου [[καλῶς]] μὲν ἄν ἔχοι»)<br /><b>4.</b> (χρησιμοποιούμενο ως παρακελευσματικό [[μόριο]] με β' εν. πρόσ. προστ.) εδώ! από δω! [[εμπρός]]! («ἀλλ' ἄγε δεῡρο», Ιλ.) (με το β' πληθ. σε [[χρήση]] το [[δεύτε]])<br /><b>5.</b> ([[χωρίς]] [[ρήμα]]) «δεῡρο σύ», «Θεαίτητε, δεῡρο [[παρά]] Σωκράτη» (<b>Πλάτ.</b>, Θεαίτ.)<br /><b>6.</b> πήγαινε [[προς]] («δεῡρο πρὸς τοὺς προφήτας», ΠΔ)<br /><b>7.</b> (για χρόνο) [[μέχρι]] [[τώρα]], [[μέχρι]] εδώ, έως [[τώρα]] («καὶ δεῡρό γ' ἀεί τὴν τύχην οὐ [[μέμφομαι]]» (<b>Αισχ.</b>, Ευμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δεύρο]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>δε</i>-<i>υρο</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δε</i>-<i>αυρο</i> (<b>[[πρβλ]].</b> τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[πέδευρα]]<br />ύστερα» όπου το λακων [[πέδευρα]] <span style="color: red;"><</span> [[πεδά]]- <i>αυρα</i>). Το α' συνθετικό της λ. [[δεύρο]] [[είναι]] [[προφανώς]] το επιθηματικό [[στοιχείο]] -<i>δε</i>, που εδώ λειτουργεί ως προθεματικό. Η λ. [[δεύρο]], με αρχική επιρρηματική [[σημασία]] «εδώ», εξέλαβε προστακτική [[χροιά]] «έλα εδώ» (<b>[[πρβλ]].</b> λιθ. <i>aure</i>, [[λέξη]] συνώνυμη του [[δεύρο]], [[καθώς]] και αρμ. <i>ur</i> «[[προς]] τα εδώ» <span style="color: red;"><</span> <i>ure</i>, ουμβρ. <i>uru</i> «[[εκεί]]»). Παράλληλοι τύποι του [[δεύρο]] [[είναι]]: ο αιολ. τ. <i>δεύρυ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άλλυ</i>-<i>δις</i>)<br />ο τ. [[δευρί]] με το επιτατικό δεικτικό -<i>ί</i>, του οποίου [[άλλη]] [[μορφή]] [[είναι]] το <i>δευρεί</i>, εύχρηστο από το 400 μ.Χ.<br />ο τ. [[δεύρω]] σχηματισμένος [[κατά]] το <i>πρόσ</i>(<i>σ</i>)<i>ω</i><br /><i>ο</i> μεμονωμένος τ. <i>δεύρε</i> ενικού αριθμού που σχηματίστηκε σύμφωνα με ρηματικούς τύπους προστακτικής σε -<i>ε</i>, ενώ το [[δεύτε]], τ. πληθυντικού αριθμού που διατηρήθηκε στην Νέα Ελληνική, προέρχεται από το [[δεύρο]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δεύρο]] ίτε</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:17, 15 February 2019

Greek Monolingual

δεῡρο και δεύρω και αιολ. δεῡρυ και αττ. επιτ. δευρί και δεῡρε και δευρεί) (Α)
1. (με ρήματα κινήσεως σημαντικά) εδώ, προς τα εδώ («ἦλθον αἰχμητάων δεῡρο μαχησόμενος», Ιλ.)
2. φρ. «τὰ δεῡρο» — τα αισθητά όντα
3. (σε συζητήσεις, επιχειρήματα και αποδείξεις) ως αυτό το σημείομέχρι μὲν οὖν δὴ δεῡρο τοῦ λόγου καλῶς μὲν ἄν ἔχοι»)
4. (χρησιμοποιούμενο ως παρακελευσματικό μόριο με β' εν. πρόσ. προστ.) εδώ! από δω! εμπρός! («ἀλλ' ἄγε δεῡρο», Ιλ.) (με το β' πληθ. σε χρήση το δεύτε)
5. (χωρίς ρήμα) «δεῡρο σύ», «Θεαίτητε, δεῡρο παρά Σωκράτη» (Πλάτ., Θεαίτ.)
6. πήγαινε προς («δεῡρο πρὸς τοὺς προφήτας», ΠΔ)
7. (για χρόνο) μέχρι τώρα, μέχρι εδώ, έως τώρα («καὶ δεῡρό γ' ἀεί τὴν τύχην οὐ μέμφομαι» (Αισχ., Ευμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δεύρο πιθ. < δε-υρο < δε-αυρο (πρβλ. τη γλώσσα του Ησυχίου «πέδευρα
ύστερα» όπου το λακων πέδευρα < πεδά- αυρα). Το α' συνθετικό της λ. δεύρο είναι προφανώς το επιθηματικό στοιχείο -δε, που εδώ λειτουργεί ως προθεματικό. Η λ. δεύρο, με αρχική επιρρηματική σημασία «εδώ», εξέλαβε προστακτική χροιά «έλα εδώ» (πρβλ. λιθ. aure, λέξη συνώνυμη του δεύρο, καθώς και αρμ. ur «προς τα εδώ» < ure, ουμβρ. uru «εκεί»). Παράλληλοι τύποι του δεύρο είναι: ο αιολ. τ. δεύρυ (πρβλ. άλλυ-δις)
ο τ. δευρί με το επιτατικό δεικτικό -ί, του οποίου άλλη μορφή είναι το δευρεί, εύχρηστο από το 400 μ.Χ.
ο τ. δεύρω σχηματισμένος κατά το πρόσ(σ)ω
ο μεμονωμένος τ. δεύρε ενικού αριθμού που σχηματίστηκε σύμφωνα με ρηματικούς τύπους προστακτικής σε -ε, ενώ το δεύτε, τ. πληθυντικού αριθμού που διατηρήθηκε στην Νέα Ελληνική, προέρχεται από το δεύρο (πρβλ. δεύρο ίτε)].