δυσαιανής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσαιανής]], -ές (Α)<br />[[θρηνώδης]], [[πένθιμος]] («[[δυσαιανής]] βοά»).
|mltxt=[[δυσαιανής]], -ές (Α)<br />[[θρηνώδης]], [[πένθιμος]] («[[δυσαιανής]] βοά»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσαιᾱνής:''' -ές, υπερβολικά [[θλιμμένος]], [[μελαγχολικός]], [[πένθιμος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαιᾱνής Medium diacritics: δυσαιανής Low diacritics: δυσαιανής Capitals: ΔΥΣΑΙΑΝΗΣ
Transliteration A: dysaianḗs Transliteration B: dysaianēs Transliteration C: dysaianis Beta Code: dusaianh/s

English (LSJ)

ές,

   A most melancholy, βοά A.Pers.281 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 675] βοά, jammervoll, Aesch. Pers. 273, Schol. δυσθρήνητος.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαιᾱνής: -ές, παρὰ πολὺ θρηνώδης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 281.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
lamentable.
Étymologie: δυσ-, αἰανής.

Spanish (DGE)

(δυσαιᾱνής) -ές lúgubre, βοά A.Pers.281.

Greek Monolingual

δυσαιανής, -ές (Α)
θρηνώδης, πένθιμοςδυσαιανής βοά»).

Greek Monotonic

δυσαιᾱνής: -ές, υπερβολικά θλιμμένος, μελαγχολικός, πένθιμος, σε Αισχύλ.