δυσθέατος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσθέατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει άσχημη όψη, [[απαίσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που διακρίνεται δύσκολα.
|mltxt=[[δυσθέατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει άσχημη όψη, [[απαίσιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που διακρίνεται δύσκολα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσθέᾱτος:''' -ον, [[δυσάρεστος]] στο [[θέαμα]], [[αποτρόπαιος]], [[φρικτός]], [[φρικιαστικός]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}

Revision as of 19:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσθέᾱτος Medium diacritics: δυσθέατος Low diacritics: δυσθέατος Capitals: ΔΥΣΘΕΑΤΟΣ
Transliteration A: dysthéatos Transliteration B: dystheatos Transliteration C: dystheatos Beta Code: dusqe/atos

English (LSJ)

ον,

   A ill to look on, A.Pr.69 (lyr.), S.Aj.1004.    II hard to see, ἀμαυρὸν αἴθυγμα καὶ δ. Plu.2.966b, cf. Ael.NA9.61.

German (Pape)

[Seite 681] 1) widrig anzusehen, schrecklich; θέαμα, πῆμα, Aesch. Prom. 69. 590; ὄμμα, Soph. Ai. 983. – 2) schwer zu sehen, undeutlich, Plut., neben ἀμαυρόν, sol. an. 10; vgl. Ael. H. A. 9, 61.

Greek (Liddell-Scott)

δυσθέᾱτος: -ον, κακόν, δυσάρεστον θέαμα παρέχων, ἀποτρόπαιος, Αἰσχύλ. Πρ. 69, 690, Σοφ. Αἴ. 1004. ΙΙ. δυσκόλως ὁρώμενος, ἀμυδρός, σκοτεινός, Πλούτ. 2. 966Β, Αἰλ. π. Ζ. 9. 61.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à voir, obscur;
2 pénible à voir, affreux.
Étymologie: δυσ-, θεάομαι.

Spanish (DGE)

(δυσθέᾱτος) -ον
1 duro de contemplar θέαμα A.Pr.69, πήματα A.Th.978, Pr.690, ὄμμα S.Ai.1004.
2 difícil de ver ἀμαυρὸν αἴθυγμα καὶ δυσθέατον ἐνιδεῖν Plu.2.966b, cf. Ael.NA 9.61.

Greek Monolingual

δυσθέατος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει άσχημη όψη, απαίσιος
2. αυτός που διακρίνεται δύσκολα.

Greek Monotonic

δυσθέᾱτος: -ον, δυσάρεστος στο θέαμα, αποτρόπαιος, φρικτός, φρικιαστικός, σε Αισχύλ., Σοφ.