ειλεός: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
(10)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιλεός, ο (AM [[εἰλεός]] και [[ἰλεός]])<br /><b>1.</b> το κατώτατο [[τμήμα]] του λεπτού εντέρου<br /><b>2.</b> [[διακοπή]] της κυκλοφορίας του εντερικού περιεχομένου που προκαλείται από αποφρακτική [[συστροφή]] του εντέρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φωλιά]], [[τρύπα]] άγριου ζώου<br /><b>2.</b> [[ελεός]], [[τραπέζι]] του μάγειρα<br /><b>3.</b> [[είδος]] κρασιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ειλεός]] «[[στροφή]]», η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται από τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[ειλεός]]<br />η του θηρίου [[κατάδυσις]] και [[στρόφος]]», όσο και ο [[παράλληλος]] τ. <i>ιλεός</i>, του οποίου το αρχικό <i>ι</i> οφείλεται [[είτε]] σε [[επίδραση]] του [[ίλλω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[είλιγγος]]-, [[ίλιγγος]]) [[είτε]] σε ιωτακισμό, συνδέονται με το <i>ειλώ</i> (2). Με τη [[σημασία]] «[[φωλιά]] ζώου» η λ. συνδέεται με το [[ειλύω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ειλυθμός]], [[ειλυός]], πιθ. μεταπλασμένος τ. του [[ειλεός]]). Στο [[ειλεός]] απαντά [[επίθημα]] -<i>εός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κολεός]], [[φωλεός]])].
|mltxt=και ιλεός, ο (AM [[εἰλεός]] και [[ἰλεός]])<br /><b>1.</b> το κατώτατο [[τμήμα]] του λεπτού εντέρου<br /><b>2.</b> [[διακοπή]] της κυκλοφορίας του εντερικού περιεχομένου που προκαλείται από αποφρακτική [[συστροφή]] του εντέρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φωλιά]], [[τρύπα]] άγριου ζώου<br /><b>2.</b> [[ελεός]], [[τραπέζι]] του μάγειρα<br /><b>3.</b> [[είδος]] κρασιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ειλεός]] «[[στροφή]]», η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται από τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[ειλεός]]<br />η του θηρίου [[κατάδυσις]] και [[στρόφος]]», όσο και ο [[παράλληλος]] τ. <i>ιλεός</i>, του οποίου το αρχικό <i>ι</i> οφείλεται [[είτε]] σε [[επίδραση]] του [[ίλλω]] ([[πρβλ]]. [[είλιγγος]]-, [[ίλιγγος]]) [[είτε]] σε ιωτακισμό, συνδέονται με το <i>ειλώ</i> (2). Με τη [[σημασία]] «[[φωλιά]] ζώου» η λ. συνδέεται με το [[ειλύω]] ([[πρβλ]]. [[ειλυθμός]], [[ειλυός]], πιθ. μεταπλασμένος τ. του [[ειλεός]]). Στο [[ειλεός]] απαντά [[επίθημα]] -<i>εός</i> ([[πρβλ]]. [[κολεός]], [[φωλεός]])].
}}
}}

Revision as of 08:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

και ιλεός, ο (AM εἰλεός και ἰλεός)
1. το κατώτατο τμήμα του λεπτού εντέρου
2. διακοπή της κυκλοφορίας του εντερικού περιεχομένου που προκαλείται από αποφρακτική συστροφή του εντέρου
αρχ.
1. φωλιά, τρύπα άγριου ζώου
2. ελεός, τραπέζι του μάγειρα
3. είδος κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ειλεός «στροφή», η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα του Ησυχίου «ειλεός
η του θηρίου κατάδυσις και στρόφος», όσο και ο παράλληλος τ. ιλεός, του οποίου το αρχικό ι οφείλεται είτε σε επίδραση του ίλλω (πρβλ. είλιγγος-, ίλιγγος) είτε σε ιωτακισμό, συνδέονται με το ειλώ (2). Με τη σημασία «φωλιά ζώου» η λ. συνδέεται με το ειλύω (πρβλ. ειλυθμός, ειλυός, πιθ. μεταπλασμένος τ. του ειλεός). Στο ειλεός απαντά επίθημα -εός (πρβλ. κολεός, φωλεός)].