εἰσάπαξ: Difference between revisions
πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἰσάπαξ]] και εἰς [[ἅπαξ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> μια για [[πάντα]], [[άπαξ]] διά παντός. | |mltxt=[[εἰσάπαξ]] και εἰς [[ἅπαξ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> μια για [[πάντα]], [[άπαξ]] διά παντός. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἰσάπαξ:''' αντί εἰς [[ἅπαξ]], με τη μια, μια και [[καλή]], σε Ηρόδ., Αττ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 30 December 2018
English (LSJ)
[σᾰ],
A = εἰς ἅπαξ, at once, once for all, Hdt.6.125, A.Pr.750, Th.5.85, etc.
German (Pape)
[Seite 740] d. i. εἰς ἅπαξ, wie es auch geschrieben wird, für Einmal, auf Einmal; Her. 6, 125; Plat. Soph. 247 e; κρεῖσσον γὰρ εἰσάπαξ θανεῖν Aesch. Pr Om. 752.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσάπαξ: ἀντὶ τοῦ εἰς ἅπαξ, ἅπαξ διὰ παντός, ἐφάπαξ, Ἡρόδ. 6. 125, Αἰσχύλ. Πρ. 750, Θουκ. 5. 85, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 une fois pour toutes;
2 une seule fois.
Étymologie: εἰς, ἅπαξ.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.6.125
• Prosodia: [-σᾰ-]
adv.
1 una sola vez δωρέεται χρυσῷ τὸν ἂν δύνηται ... ἐξενείκασθαι ἐ. Hdt.l.c., οὐ γὰρ εἰ. ἐρῶ E.Andr.943
•adnom. καὶ τῆς εἰ. προέσεως y durante una sola, e.d. en la misma emisión Arist.GA 739a10.
2 de una vez, de una vez por todas κρεῖσσον ... εἰ. θανεῖν ἢ τὰς ἁπάσας ἡμέρας πάσχειν κακῶς A.Pr.750, εἰ. γὰρ αὐτὸ λήμψῃ pues lo recibirás todo de una vez el alquiler POxy.1294.14 (II d.C.), cf. Ammon.Diff.16, PStras.142.18 (IV d.C.), ὁ δὲ πεπληρωμένος εἰ. Iambl.Protr.17, πάντα ... ἀθρόως εἰ. εἰπεῖν ἀμήχανον es imposible contar todo en su conjunto, de una vez Basil.Ep.28.1, εἰ. ἐπιτυχεῖν τὰ προσήκοντα Lib.Ep.Basil.1.2.
Greek Monolingual
εἰσάπαξ και εἰς ἅπαξ (Α)
επίρρ. μια για πάντα, άπαξ διά παντός.
Greek Monotonic
εἰσάπαξ: αντί εἰς ἅπαξ, με τη μια, μια και καλή, σε Ηρόδ., Αττ.