ἐκπρολείπω: Difference between revisions
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(11) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκπρολείπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εγκαταλείπω]], [[εξέρχομαι]]<br /><b>2.</b> [[αφήνω]] κάποιον. | |mltxt=[[ἐκπρολείπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εγκαταλείπω]], [[εξέρχομαι]]<br /><b>2.</b> [[αφήνω]] κάποιον. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκπρολείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[παρατώ]], [[αφήνω]], [[αρνούμαι]], [[εγκαταλείπω]], απαρνιέμαι, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A forsake, κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες Od.8.515, cf. Thgn.1136 ; βίον IG14.2123. II spare, Ps.-Phoc. 85.
German (Pape)
[Seite 777] herausgehen u. verlassen; λόχον ἐκπρολιπόντες Od. 8, 515; Theogn. 1136; Phocyl. 80.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπρολείπω: καταλείπω, κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες Ὀδ. Θ. 515, πρβλ. Θέογν. 1136· αἰῶνα Συλλ. Ἐπιγρ. 3627. ΙΙ. ἀφίνω, φείδομαι, Ψευδο-Φωκ. 80.
French (Bailly abrégé)
abandonner.
Étymologie: ἐκ, προλείπω.
English (Autenrieth)
only aor. 2 part. ἐκπρολιπόντες, going forth and leaving, the wooden horse, Od. 8.515†.
Spanish (DGE)
1 dejar atrás, abandonar lugares κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες abandonando su cóncava madriguera, Od.8.515, Ἄϊδος ... δόμον Antim.112.2, cf. IG 9(2).429.4 (Feras III a.C.), pers. al partir o morir ἄλλοι (θεοί) δ' Οὔλυμπόνδ' ἐκπρολιπόντες (ἀνθρώπους) ἔβαν Thgn.1136, ἄλοχον ... οἴκῳ GVI 1297.5 (Naxos I a.C.), la vida o expr. equiv. μοχθηρὸν μερόπων ... βίον IUrb.Rom.1379.4 (II/III d.C.), γλυκε<ρὸν> φάος ἀελίοιο IUrb.Rom.1255.3 (II/III d.C.).
2 dejar con vida, perdonar la vida de μητέρα δ' ἐκπρολίποις, ἵν' ἔχῃς πάλιν τῆσδε νεοσσούς Ps.Phoc.85.
Greek Monolingual
ἐκπρολείπω (Α)
1. εγκαταλείπω, εξέρχομαι
2. αφήνω κάποιον.
Greek Monotonic
ἐκπρολείπω: μέλ. -ψω, παρατώ, αφήνω, αρνούμαι, εγκαταλείπω, απαρνιέμαι, σε Ομήρ. Οδ.