ἐμποδοστάτης: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(11) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empodostatis | |Transliteration C=empodostatis | ||
|Beta Code=e)mpodosta/ths | |Beta Code=e)mpodosta/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, (στῆναι) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ου, ὁ, (στῆναι) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[in the way]], ib.<span class="bibl"><span class="title">1 Ch.</span>2.7</span>, Suid.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:35, 1 July 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, (στῆναι)
A in the way, ib.1 Ch.2.7, Suid.
German (Pape)
[Seite 815] ὁ, im Wege stehend, hindernd, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποδοστάτης: -ου, ὁ, (στῆναι) ὁ μεταξὺ τῶν ποδῶν ἄλλου ἱστάμενος, ὁ ἐμποδίζων, Ἑβδ. (Α Παραλειπ. Β΄, 7), Σουΐδ., Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ que obstaculiza, que es un estorbo o perturbación Αχαρ ὁ ἐ. Ισραηλ Acar, que fue un obstáculo para Israel LXX 1Pa.2.7, cf. Sud.
Greek Monolingual
ἐμποδοστάτης, ο (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή παρεμβάλλεται μέσα στα πόδια άλλου, που αποτελεί εμπόδιο
2. θορυβοποιός, ταραξίας.