ἐξάμειψις: Difference between revisions
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(12) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξάμειψις]], η (Α) [[εξαμείβω]]<br />[[αλλαγή]], [[μεταβολή]]. | |mltxt=[[ἐξάμειψις]], η (Α) [[εξαμείβω]]<br />[[αλλαγή]], [[μεταβολή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξάμειψις:''' εως ἡ смена, чередование (αἱ κατ᾽ οὐρανὸν ἐξαμείψεις Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ,
A alternation, Plu.2.426d (pl.).
German (Pape)
[Seite 867] ἡ, Vertauschung, Veränderung, αἱ κατ' οὐρανὸν καὶ περίοδοι, Wechsel, Plut. defect. orac. 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάμειψις: -εως, ἡ, ἀλλαγή, μεταβολή, ταῖς κατ’ οὐρανὸν ἐξαμείψεσι Πλούτ. 2. 426D·
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
changements successifs, évolution périodique.
Étymologie: ἐξαμείβω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
alternanciade los cuerpos celestes τῶν φαινομένων ... ταῖς κατ' οὐρανὸν ἐξαμείψεσι καὶ περιόδοις Plu.2.426d.
Greek Monolingual
ἐξάμειψις, η (Α) εξαμείβω
αλλαγή, μεταβολή.
Russian (Dvoretsky)
ἐξάμειψις: εως ἡ смена, чередование (αἱ κατ᾽ οὐρανὸν ἐξαμείψεις Plut.).