επαληθεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(12)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπαληθεύω]])<br /><b>1.</b> [[αποδεικνύω]] [[κάτι]] ως αληθινό, [[επιβεβαιώνω]], [[επικυρώνω]] («τὸν τοῡ Ἀλκιβιάδου λόγον... ἐπαλήθευσεν ο Λίχας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b>. δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι, αποδεικνύομαι από τα [[ίδια]] τα πράγματα [[ακριβής]], [[αληθινός]] («επαληθεύθηκαν οι υπόνοιές μου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποδεικνύω]] την [[ορθότητα]] ενός πράγματος («[[ἐπαληθεύω]] τὴν πρόρρησιν», Φίλων)<br /><b>2.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] σωστά («[[ἐπαληθεύω]] τῷ ὀνόματι», Πλωτ.)<br /><b>3.</b> [[υποστηρίζω]] [[κάτι]] αληθινά, στην [[πραγματικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αληθεύω]] (<span style="color: red;"><</span> [[αληθής]]) ή από μη μαρτυρούμενο <i>επαληθής</i>].
|mltxt=(AM [[ἐπαληθεύω]])<br /><b>1.</b> [[αποδεικνύω]] [[κάτι]] ως αληθινό, [[επιβεβαιώνω]], [[επικυρώνω]] («τὸν τοῦ Ἀλκιβιάδου λόγον... ἐπαλήθευσεν ο Λίχας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b>. δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι, αποδεικνύομαι από τα [[ίδια]] τα πράγματα [[ακριβής]], [[αληθινός]] («επαληθεύθηκαν οι υπόνοιές μου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποδεικνύω]] την [[ορθότητα]] ενός πράγματος («[[ἐπαληθεύω]] τὴν πρόρρησιν», Φίλων)<br /><b>2.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] σωστά («[[ἐπαληθεύω]] τῷ ὀνόματι», Πλωτ.)<br /><b>3.</b> [[υποστηρίζω]] [[κάτι]] αληθινά, στην [[πραγματικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αληθεύω]] (<span style="color: red;"><</span> [[αληθής]]) ή από μη μαρτυρούμενο <i>επαληθής</i>].
}}
}}