ἐπικούρησις: Difference between revisions
διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπικούρησις]], ἡ (Α) [[επικουρώ]]<br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[προστασία]]<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[βοήθεια]] [[εναντίον]] κάποιου (α. «[[ἐλπίς]] μ’ ἀεὶ προσῆγε σωθέντος τέκνου ἀλκήν τιν’ εὑρεῑν κἀπικούρησιν κακῶν», <b>Ευρ.</b><br />β. «τῇ τῆς ἀπορίας ἐπικουρήσει», <b>Πλάτ.</b>). | |mltxt=[[ἐπικούρησις]], ἡ (Α) [[επικουρώ]]<br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[προστασία]]<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[βοήθεια]] [[εναντίον]] κάποιου (α. «[[ἐλπίς]] μ’ ἀεὶ προσῆγε σωθέντος τέκνου ἀλκήν τιν’ εὑρεῑν κἀπικούρησιν κακῶν», <b>Ευρ.</b><br />β. «τῇ τῆς ἀπορίας ἐπικουρήσει», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπικούρησις:''' -εως, ἡ, [[προστασία]], <i>κακῶν</i>, [[έναντι]] των κακών, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A succour, protection, Antipho Soph.Oxy.1364.158; τᾶς ἐκ τῶ θῄω γινομένας ἐ. Euryph. ap. Stob.4.39.27; κακῶν against evils, E.Andr.28; τῆς ἀπορίας Pl.Lg.919b.
German (Pape)
[Seite 952] ἡ, Hülfe, κακῶν, gegen Unglücksfälle, Eur. Andr. 28; τῆς ἀπορίας Plat. Legg. XI, 919 b; ἡ ἐκ θεῶν ἐπ. Euryph. Stob. fl. 103, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικούρησις: -εως, ἡ, βοήθεια, προστασία, τῶν θεῶν Εὐρυφ. παρὰ Στοβ. 555, ἐν τέλει· κακῶν, βοήθειαι ἐναντίον κακῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 28· τῆς ἀπορίας Πλάτ. Νόμ. 919Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
secours, protection contre, gén..
Étymologie: ἐπικουρέω.
Greek Monolingual
ἐπικούρησις, ἡ (Α) επικουρώ
1. βοήθεια, προστασία
2. (με γεν.) βοήθεια εναντίον κάποιου (α. «ἐλπίς μ’ ἀεὶ προσῆγε σωθέντος τέκνου ἀλκήν τιν’ εὑρεῑν κἀπικούρησιν κακῶν», Ευρ.
β. «τῇ τῆς ἀπορίας ἐπικουρήσει», Πλάτ.).
Greek Monotonic
ἐπικούρησις: -εως, ἡ, προστασία, κακῶν, έναντι των κακών, σε Ευρ.