ἐπιρρύζω: Difference between revisions
From LSJ
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιρρύζω]] (Α) [[ρύζω]]<br />([[κυρίως]] για σκυλιά) [[προτρέπω]], [[εξεγείρω]], [[ερεθίζω]] [[εναντίον]] κάποιου («κᾆθ’ [[ὅταν]] οὗτός γ’ ἐπισίξῃ ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τιν’, ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», <b>Αριστοφ.</b>). | |mltxt=[[ἐπιρρύζω]] (Α) [[ρύζω]]<br />([[κυρίως]] για σκυλιά) [[προτρέπω]], [[εξεγείρω]], [[ερεθίζω]] [[εναντίον]] κάποιου («κᾆθ’ [[ὅταν]] οὗτός γ’ ἐπισίξῃ ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τιν’, ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιρρύζω:''' [[εξαπολύω]] [[σκύλο]] πάνω σε κάποιον, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A set a dog on one, ἐπί τινα Ar.V.705, acc. to Sch. and Hsch. (where also ἐπιρροφ-ρροίζειν); cf. ῥύζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρύζω: παρορμῶ, ἐναντίον τινός, ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τινα ἐπιρρύξας Ἀριστοφ. Σφ. 705, κατὰ τὸν Σχολ. καὶ Ἡσύχ., ἀλλ’ ὅμως πρβλ. ῥύζω.
French (Bailly abrégé)
exciter (un chien), ἐπί τινα contre qqn.
Étymologie: ἐπί, ῥύζω.
Greek Monolingual
ἐπιρρύζω (Α) ρύζω
(κυρίως για σκυλιά) προτρέπω, εξεγείρω, ερεθίζω εναντίον κάποιου («κᾆθ’ ὅταν οὗτός γ’ ἐπισίξῃ ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τιν’, ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.).