ετερότροπος: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερότροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διατεταγμένος ή κατασκευασμένος με διαφορετικό (από τον συνηθισμένο) τρόπο<br /><b>2.</b> [[αλλόκοτος]], [[παράδοξος]], [[παράξενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ετερότροπα</i><br />τα έμβρυα μερικών [[φυτών]] τα οποία [[είναι]] τοποθετημένα [[λοξά]] [[προς]] τον άξονα του σπέρματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρέπεται [[προς]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]], [[παλίντροπος]], [[άστατος]], [[παλίμβουλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διαφορετικά ήθη, που φέρεται με ασυνήθιστο τρόπο, ο [[ιδιότροπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροτρόπως</i> (ΑΜ ἑτεροτρόπως)<br />αλλιώτικα, [[αλλιώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αρχ. και μσν. τ. προέρχεται από <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]] ενώ ο τ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] [[είναι]] αντιδάνειο<br / | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερότροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διατεταγμένος ή κατασκευασμένος με διαφορετικό (από τον συνηθισμένο) τρόπο<br /><b>2.</b> [[αλλόκοτος]], [[παράδοξος]], [[παράξενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ετερότροπα</i><br />τα έμβρυα μερικών [[φυτών]] τα οποία [[είναι]] τοποθετημένα [[λοξά]] [[προς]] τον άξονα του σπέρματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρέπεται [[προς]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]], [[παλίντροπος]], [[άστατος]], [[παλίμβουλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διαφορετικά ήθη, που φέρεται με ασυνήθιστο τρόπο, ο [[ιδιότροπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροτρόπως</i> (ΑΜ ἑτεροτρόπως)<br />αλλιώτικα, [[αλλιώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αρχ. και μσν. τ. προέρχεται από <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]] ενώ ο τ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] [[είναι]] αντιδάνειο<br />[[πρβλ]]. αγγλ. <i>heterotropous</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hetero</i>- ([[πρβλ]]. <i>ετερο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>tropous</i> ([[πρβλ]]. [[τρόπος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερότροπος, -ον)
1. αυτός που είναι διατεταγμένος ή κατασκευασμένος με διαφορετικό (από τον συνηθισμένο) τρόπο
2. αλλόκοτος, παράδοξος, παράξενος
νεοελλ.
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερότροπα
τα έμβρυα μερικών φυτών τα οποία είναι τοποθετημένα λοξά προς τον άξονα του σπέρματος
αρχ.
1. αυτός που τρέπεται προς άλλη κατεύθυνση, παλίντροπος, άστατος, παλίμβουλος
2. αυτός που έχει διαφορετικά ήθη, που φέρεται με ασυνήθιστο τρόπο, ο ιδιότροπος.
επίρρ...
ετεροτρόπως (ΑΜ ἑτεροτρόπως)
αλλιώτικα, αλλιώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. και μσν. τ. προέρχεται από ετερο- + τρόπος ενώ ο τ. με τη νεοελλ. σημασία είναι αντιδάνειο
πρβλ. αγγλ. heterotropous < hetero- (πρβλ. ετερο-) + -tropous (πρβλ. τρόπος)].