Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐκράς: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὐκράς]], -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (για [[θερμοκρασία]], [[κλίμα]] <b>κ.λπ.</b>) [[εύκρατος]], [[ήπιος]] («εὐηλίοις καὶ εὐκρᾱσι τόποις», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ήπιος]], [[σεμνός]] («ἔστιν οἷς [[βίος]] ὁ μικρὸς [[εὐκράς]] ἐγένεθ'», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[κρασί]]) ο αναμιγμένος καλά, ο συγκερασμένος με [[μέτρο]] για να τον πιει [[κάποιος]] («εὐκρὰς [[οἶνος]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κοινωνικός]], [[ευκοινώνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κεράννυμι]]<br /><b>βλ.</b> [[ευκραής]]].———————— <b>(II)</b><br />[[εὐκράς]], -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) [[ευκέφαλος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὐκράς]], -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (για [[θερμοκρασία]], [[κλίμα]] <b>κ.λπ.</b>) [[εύκρατος]], [[ήπιος]] («εὐηλίοις καὶ εὐκρᾱσι τόποις», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ήπιος]], [[σεμνός]] («ἔστιν οἷς [[βίος]] ὁ μικρὸς [[εὐκράς]] ἐγένεθ'», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[κρασί]]) ο αναμιγμένος καλά, ο συγκερασμένος με [[μέτρο]] για να τον πιει [[κάποιος]] («εὐκρὰς [[οἶνος]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κοινωνικός]], [[ευκοινώνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κεράννυμι]]<br /><b>βλ.</b> [[ευκραής]]].———————— <b>(II)</b><br />[[εὐκράς]], -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) [[ευκέφαλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐκράς:''' -ᾶτος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> = [[εὔκρατος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[κοινωνικός]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκράς Medium diacritics: εὐκράς Low diacritics: ευκράς Capitals: ΕΥΚΡΑΣ
Transliteration A: eukrás Transliteration B: eukras Transliteration C: efkras Beta Code: eu)kra/s

English (LSJ)

(A), ᾶτος, ὁ, ἡ,

   A = εὔκρατος, temperate, of even temperature, κρήνη εὐκρὰς πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος Pl.Criti.112d; of climate, Thphr. HP7.1.4: metaph., ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκρὰς ἐγένεθ' E.Fr.504; ἡδονή ib.197.    2 mixed for drinking, οἶνος Poll.6.23.    3 of persons, mixing readily with, οὐ πολλοῖς εὐ. AP12.105 (Asclep.). (εὔκρας E.Fr.197, Poll.)
εὐκράς (B), κρᾶτος, ὁ, ἡ,

   A = εὐκέφαλος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκράς: ᾱτος, ὁ, ἡ, = εὔκρατος, (Λοβ. Παρ. 264), εὐκραής, ἐπὶ μέσης θερμοκρασίας, κρήνη εὐκρὰς πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος Πλάτ. Κριτίας 112D· ἐπὶ κλίματος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 4· μεταφ., ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκρὰς Εὐρ. Ἀποσπ. 506, πρβλ. 197 (ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ). 2) ἐπὶ οἴνου, εὖ κεκραμένος πρὸς πόσιν, Πολυδ. ς΄, 23. 3) ἐπὶ προσώπων, εὐκοινώνητος, οὐ πολλοῖς εὐκρ. Ἀνθ. Π. 12. 105. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐκράς· εὐκέφαλος· εὔκρατος». - Κατά τινας γραμματικοὺς ἡ λέξις γράφεται παροξυτόνως εὔκρας, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φώτιος ἐν λ., Κραμήρου Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 335, 1.

French (Bailly abrégé)

ᾶτος (ὁ, ἡ)
1 bien mélangé ; bien tempéré, d’une température égale;
2 en parl. de pers. qui se mêle facilement, qui se lie avec.
Étymologie: εὖ, κεράννυμι.

Greek Monolingual

(I)
εὐκράς, -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)
1. (για θερμοκρασία, κλίμα κ.λπ.) εύκρατος, ήπιος («εὐηλίοις καὶ εὐκρᾱσι τόποις», Θεόφρ.)
2. μτφ. ήπιος, σεμνός («ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκράς ἐγένεθ'», Ευρ.)
3. (για κρασί) ο αναμιγμένος καλά, ο συγκερασμένος με μέτρο για να τον πιει κάποιος («εὐκρὰς οἶνος», Πολυδ.)
4. (για πρόσ.) κοινωνικός, ευκοινώνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεράννυμι
βλ. ευκραής].———————— (II)
εὐκράς, -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ευκέφαλος.

Greek Monotonic

εὐκράς: -ᾶτος, ὁ, ἡ,
1. = εὔκρατος, σε Πλάτ.
2. λέγεται για πρόσωπα, κοινωνικός, σε Ανθ.