εὐπερίστατος: Difference between revisions
(15) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐπερίστατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιβάλλει, που περικλείει εύκολα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εὔκολος]], [[εὐχερής]]»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[μωρός]], [[ταχέως]] περιτρεπόμενος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[περί]]-<i>στατος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>-[[ίσταμαι]])]. | |mltxt=[[εὐπερίστατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιβάλλει, που περικλείει εύκολα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εὔκολος]], [[εὐχερής]]»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[μωρός]], [[ταχέως]] περιτρεπόμενος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[περί]]-<i>στατος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>-[[ίσταμαι]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐπερίστᾰτος:''' -ον ([[περιστῆναι]]), αυτός που περιβάλλει με [[ευκολία]], που ριζώνει εύκολα, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easily besetting, ἁμαρτία Ep.Hebr.12.1; perh. leading to distress, cf. περίστασις; εὐπερίστατον, = εὔκολον, εὐχερῆ, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίστᾰτος: -ον, εὐκόλως περιβάλλων, περιπλέκων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ιβʹ, 1. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «εὐπερίστατον· εὔκολον, εὐχερῆ», πρβλ. κ. Σουΐδ. καὶ Φώτ. ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui circonvient facilement.
Étymologie: εὖ, περιΐστημι.
English (Strong)
from εὖ and a derivative of a presumed compound of περί and ἵστημι; well standing around, i.e. (a competitor) thwarting (a racer) in every direction (figuratively, of sin in genitive case): which doth so easily beset.
English (Thayer)
εὐπερίστατον (from εὖ and περιστημι), skilfully surrounding i. e. besetting, namely, to prevent or retard running: Isocrates 135e.), well or much admired (cf. R. V. marginal reading)). (Not found elsewhere.)
Greek Monolingual
εὐπερίστατος, -ον (Α)
1. αυτός που περιβάλλει, που περικλείει εύκολα
2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔκολος, εὐχερής»
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «μωρός, ταχέως περιτρεπόμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-στατος (< περι-ίσταμαι)].
Greek Monotonic
εὐπερίστᾰτος: -ον (περιστῆναι), αυτός που περιβάλλει με ευκολία, που ριζώνει εύκολα, σε Καινή Διαθήκη