εὐρωπός: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐρωπός]], -ή, -όν (ΑΜ)<br />[[ευρύς]] («ἐν εὐρωποῑσιν ἁλὸς λαγόνεσσι», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπος</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπος</i> εκτεταμ. βαθμ. <i>ωπ</i>- της ρίζας <i>οπ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όπωπα</i>)].
|mltxt=[[εὐρωπός]], -ή, -όν (ΑΜ)<br />[[ευρύς]] («ἐν εὐρωποῑσιν ἁλὸς λαγόνεσσι», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπος</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπος</i> εκτεταμ. βαθμ. <i>ωπ</i>- της ρίζας <i>οπ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όπωπα</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐρωπός:''' -ή, -όν ([[εὐρύς]], ὤψ), ποιητ. αντί [[εὐρύς]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρωπός Medium diacritics: εὐρωπός Low diacritics: ευρωπός Capitals: ΕΥΡΩΠΟΣ
Transliteration A: eurōpós Transliteration B: eurōpos Transliteration C: evropos Beta Code: eu)rwpo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = εὐρύς, E.IT626, Opp.H.3.20, 4.526.

German (Pape)

[Seite 1096] = εὐρύς, Ggstz von στενωπός, χάσμα Eur. I. T. 626; ἐν εὐρωποῖσιν ἁλὸς λαγόνεσσι Opp. Hal. 4, 526; Hesych. erkl. auch dies Wort durch σκοτεινός, s. das Vor.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρωπός: -ή, -όν, = εὐρύς, Εὐρ. Ι. Τ. 626, Ὀππ. Ἁλ. 3. 20., 4. 526· πρβλ. στενωπός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
large, vaste, spacieux.
Étymologie: εὐρύς, ὤψ.

Greek Monolingual

εὐρωπός, -ή, -όν (ΑΜ)
ευρύς («ἐν εὐρωποῑσιν ἁλὸς λαγόνεσσι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -ωπος < -ωψ, -ωπος εκτεταμ. βαθμ. ωπ- της ρίζας οπ- (πρβλ. όπωπα)].

Greek Monotonic

εὐρωπός: -ή, -όν (εὐρύς, ὤψ), ποιητ. αντί εὐρύς, σε Ευρ.