ἱππαρμοστής: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱππαρμοστής]], ὁ (Α)<br />λακων. τ. [[αντί]] [[ίππαρχος]] («Πασίμαχος ό ίππαρμοστής», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἁρμοστής]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἁρμόζω]])]. | |mltxt=[[ἱππαρμοστής]], ὁ (Α)<br />λακων. τ. [[αντί]] [[ίππαρχος]] («Πασίμαχος ό ίππαρμοστής», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἁρμοστής]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἁρμόζω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱππαρμοστής:''' -οῦ, ὁ, Λακεδαιμ. αντί [[ἵππαρχος]], [[διοικητής]] του ιππικού, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Laced. for ἵππαρχος,
A commander of cavalry, X.HG4.4.10,5.12; cf. ἵπφαρμος.
German (Pape)
[Seite 1257] ὁ, bei den Lacedämoniern Befehlshaber der Reiterei, Xen. Hell. 4, 4, 10. 5, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππαρμοστής: -οῦ, ὁ Λακεδαιμ. ἀντὶ τοῦ ἵππαρχος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 10., 5. 12· πρβλ. ἱππαγρέται.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
commandant de cavalerie, à Sparte.
Étymologie: ἵππος, ἁρμοστής.
Greek Monolingual
ἱππαρμοστής, ὁ (Α)
λακων. τ. αντί ίππαρχος («Πασίμαχος ό ίππαρμοστής», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰππ(ο)- + ἁρμοστής (< ἁρμόζω)].
Greek Monotonic
ἱππαρμοστής: -οῦ, ὁ, Λακεδαιμ. αντί ἵππαρχος, διοικητής του ιππικού, σε Ξεν.