ἱπποτυφία: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱπποτυφία]], ἡ (Α) υπερβολική [[υπερηφάνεια]] που καταλαμβάνει τον ιππέα, [[υπεροψία]], [[αλαζονεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τυφία</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τῡφος</i> «[[αλαζονεία]], [[έπαρση]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>τυφία</i>, <i>σεμνο</i>-<i>τυφία</i>].
|mltxt=[[ἱπποτυφία]], ἡ (Α) υπερβολική [[υπερηφάνεια]] που καταλαμβάνει τον ιππέα, [[υπεροψία]], [[αλαζονεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τυφία</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τῡφος</i> «[[αλαζονεία]], [[έπαρση]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>τυφία</i>, <i>σεμνο</i>-<i>τυφία</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱπποτῡφία:''' ἡ ([[τῦφος]]), υπερβολική [[έπαρση]], [[αλαζονεία]] που καταλαμβάνει τον αναβάτη του αλόγου, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποτῡφία Medium diacritics: ἱπποτυφία Low diacritics: ιπποτυφία Capitals: ΙΠΠΟΤΥΦΙΑ
Transliteration A: hippotyphía Transliteration B: hippotyphia Transliteration C: ippotyfia Beta Code: i(ppotufi/a

English (LSJ)

ἡ, (τῦφος)

   A horse-pride, i.e. excessive pride or conceit, Luc.Hist.Conscr.45, Pl. ap. D.L.3.39.

German (Pape)

[Seite 1261] ἡ, Pferde-, d. i. unbändiger Stolz; Luc. hist. conscr. 45; D. L. 3, 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποτῡφία: ἡ, (τῦφος) ὑπεροψία ἥτις καταλαμβάνει τὸν ἐφ’ ἵππου ὀχούμενον, ὑπερβολικὴ ὑπερηφανία, ἀλαζονεία. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45, Διογ. Λ. 3. 39· πρβλ. ἵππος VI.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
faste ou orgueil excessif.
Étymologie: ἵππος, τῦφος.

Greek Monolingual

ἱπποτυφία, ἡ (Α) υπερβολική υπερηφάνεια που καταλαμβάνει τον ιππέα, υπεροψία, αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -τυφία (< τῡφος «αλαζονεία, έπαρση»), πρβλ. α-τυφία, σεμνο-τυφία].

Greek Monotonic

ἱπποτῡφία: ἡ (τῦφος), υπερβολική έπαρση, αλαζονεία που καταλαμβάνει τον αναβάτη του αλόγου, σε Λουκ.