κάνθων: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάνθων]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[φορτηγός]] όνος, γαϊδούρι που χρησιμοποιείται για μεταφορές, [[κανθήλιος]]<br /><b>2.</b> (στον <b>Αριστοφ.</b>) λογοπαικτικώς [[αντί]] [[κάνθαρος]], [[σκαθάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κανθήλιο]] και [[κανθός]].
|mltxt=[[κάνθων]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[φορτηγός]] όνος, γαϊδούρι που χρησιμοποιείται για μεταφορές, [[κανθήλιος]]<br /><b>2.</b> (στον <b>Αριστοφ.</b>) λογοπαικτικώς [[αντί]] [[κάνθαρος]], [[σκαθάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κανθήλιο]] και [[κανθός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάνθων:''' -ωνος, ὁ, = [[κανθήλιος]], [[υποζύγιο]], [[γομάρι]], σε Αριστοφ., Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάνθων Medium diacritics: κάνθων Low diacritics: κάνθων Capitals: ΚΑΝΘΩΝ
Transliteration A: kánthōn Transliteration B: kanthōn Transliteration C: kanthon Beta Code: ka/nqwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A = κανθήλιος, pack-ass, Ar.V.179, AP11.383 (Pall.), 399 (Apollinar.), Apion ap.J.Ap.2.9; of Trygaeus' beetle (with play on κάνθαρος), Ar.Pax82 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1321] ωνος, ὁ, der Esel, Ar. Vesp. 179; komisch für κάνθαρος Pax 82 u. sp. D., wie Pallad. 30 (XI, 383). Auch S. Emp. adv. astrol. 94.

Greek (Liddell-Scott)

κάνθων: -ωνος, ὁ κανθήλιος, ὄνος φορτηγός, Ἀριστοφ. Σφ. 179, Ἀνθ. Π. 11. 383, 399 · - ἐντεῦθεν ὁ Τρυγαῖος ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 82, καλεῖ τὸν κάνθαρον αὑτοῦ διὰ τοῦ ὀνόματος κάνθων, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως κάνθαρος.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
1 bête de somme, particul. âne;
2 escarbot, scarabée, insecte.
Étymologie: DELG κανθός.

Greek Monolingual

κάνθων, ὁ (Α)
1. φορτηγός όνος, γαϊδούρι που χρησιμοποιείται για μεταφορές, κανθήλιος
2. (στον Αριστοφ.) λογοπαικτικώς αντί κάνθαρος, σκαθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κανθήλιο και κανθός.

Greek Monotonic

κάνθων: -ωνος, ὁ, = κανθήλιος, υποζύγιο, γομάρι, σε Αριστοφ., Ανθ.