κατακάμπτω: Difference between revisions
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατακάμπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάμπτω]] [[προς]] τα [[κάτω]] ώστε να σχηματιστεί [[κοίλωμα]]<br /><b>2.</b> [[καλύπτω]] με θόλο<br /><b>3.</b> [[ανατρέπω]] τις ελπίδες<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κατακάμπτομαι</i><br />συγκινούμαι, κάμπτομαι με [[δέηση]]. | |mltxt=[[κατακάμπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάμπτω]] [[προς]] τα [[κάτω]] ώστε να σχηματιστεί [[κοίλωμα]]<br /><b>2.</b> [[καλύπτω]] με θόλο<br /><b>3.</b> [[ανατρέπω]] τις ελπίδες<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κατακάμπτομαι</i><br />συγκινούμαι, κάμπτομαι με [[δέηση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατακάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]] προς τα [[κάτω]], ώστε να [[σχηματίζω]] [[κοίλωμα]], σε Πλάτ.· μεταφ., <i>κ. ἐλπίδας</i>, τις [[καταστρέφω]], τις [[ανατρέπω]], τις [[εξαφανίζω]] τις ελπίδες, σε Ευρ. — Παθ., κάμπτομαι, [[λυγίζω]] (μέσω ικεσίας), σε Αισχίν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A bend down, so as to be concave, ἐξ ὀρθοῦ κ. Pl.Ti. 71c; εἰς ἓν κύκλῳ ib.36b; κ. τὰς στροφάς, v. στροφή 1.3:—Pass., opp. ἀνακάμπτομαι, Arist.Mete.386a1; φλὲψ ἐπὶ τὴν ῥάχιν -ομένη Gal.15.530: pf. part. Pass. -κεκαμμένος bending over, cj. in Thphr.HP3.18.8. II cover with a vault, λίθῳ κατακαμφθέντες Str.5.3.8. III metaph., κ. ἐλπίδας bend down, overthrow hopes, E.Tr.1252 (Burges, -γναψε codd., anap.):—Pass., to be bent (by entreaty), Aeschin.1.187.
German (Pape)
[Seite 1351] nieder-, umbiegen; χειμῶνος ὄντος κατακάμπτειν τὰς στροφὰς οὐ ῥᾴδιον Ar. Th. 68; εἰς κύκλον Plat. Tim. 36 b; ἐξ ὀρθοῦ 71 b; übertr., ὅταν πρὸς τὰς αἰσχύνας κατακάμπτωνται, sich zur Schaam bewegen lassen, Aesch. 1, 187.
Greek (Liddell-Scott)
κατακάμπτω: κάμπτω πρὸς τὰ κάτω ὥστε να σχηματίσω κοίλωμα πρὸς τὰ κάτω, ἀντίθετον τῷ ἐξ ὀρθοῦ, Πλάτ. Τίμ. 71C· εἰς κύκλον αὐτόθι 36Β· κ. τὰς στροφάς, ἴδε ἐν λ. στροφὴ Ι. 3. - Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνακάμπτομαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6. - βλαστοὶ κατακεκαμμένοι, ἀντίθ. ὀρθοί, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 8. ΙΙ. καλύπτω διὰ θόλου, ὑπόνομοι συνόμῳ λίθῳ κατακαμφθέντες Στράβ. 235. ΙΙΙ. μεταφ., κ. ἐλπίδας, κάμπτω, καταστρέφω, ἀνατρέπω, ἐξαφανίζω ἐλπίδας, Εὐρ. Τρῳ. 1252 (κ. ἀλλ. κατέκναψε ἢ -γναψε). - Παθ., κάμπτομαι (διὰ δεήσεως), συγκινοῦμαι, Αἰσχίν. 26, 33.
French (Bailly abrégé)
courber, plier, infléchir ; Pass. se laisser fléchir.
Étymologie: κατά, κάμπτω.
Greek Monolingual
κατακάμπτω (Α)
1. κάμπτω προς τα κάτω ώστε να σχηματιστεί κοίλωμα
2. καλύπτω με θόλο
3. ανατρέπω τις ελπίδες
4. παθ. κατακάμπτομαι
συγκινούμαι, κάμπτομαι με δέηση.
Greek Monotonic
κατακάμπτω: μέλ. -ψω, λυγίζω προς τα κάτω, ώστε να σχηματίζω κοίλωμα, σε Πλάτ.· μεταφ., κ. ἐλπίδας, τις καταστρέφω, τις ανατρέπω, τις εξαφανίζω τις ελπίδες, σε Ευρ. — Παθ., κάμπτομαι, λυγίζω (μέσω ικεσίας), σε Αισχίν.