κινητήριος: Difference between revisions
κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
(20) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο,θηλ. και -ος και -ία (Α [[κινητήριος]], -ία, -ον) [[κινητήρ]]<br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να μεταδώσει [[κίνηση]] σε [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «κινητήρια [[δύναμη]]» <br />α) η [[δύναμη]], η [[ενέργεια]] που θέτει [[κάτι]] σε [[κίνηση]] ή σε [[λειτουργία]]<br />β) <b>μτφ.</b> το απαραίτητο [[μέσο]] με το οποίο μπορεί να πετύχει [[κάποιος]] [[κάτι]] («κινητήρια [[δύναμη]] [[σήμερα]] [[είναι]] το [[χρήμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κινητήριον</i><br /><b>1.</b> η [[κουτάλα]], το [[κίνητρο]]<br /><b>2.</b> [[οίκος]] ανοχής, [[πορνείο]]. | |mltxt=-α, -ο,θηλ. και -ος και -ία (Α [[κινητήριος]], -ία, -ον) [[κινητήρ]]<br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να μεταδώσει [[κίνηση]] σε [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «κινητήρια [[δύναμη]]» <br />α) η [[δύναμη]], η [[ενέργεια]] που θέτει [[κάτι]] σε [[κίνηση]] ή σε [[λειτουργία]]<br />β) <b>μτφ.</b> το απαραίτητο [[μέσο]] με το οποίο μπορεί να πετύχει [[κάποιος]] [[κάτι]] («κινητήρια [[δύναμη]] [[σήμερα]] [[είναι]] το [[χρήμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κινητήριον</i><br /><b>1.</b> η [[κουτάλα]], το [[κίνητρο]]<br /><b>2.</b> [[οίκος]] ανοχής, [[πορνείο]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῑνητήριος:''' <b class="num">1)</b> движущий, погоняющий, преследующий (μύοψ Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> возбуждающий, вызывающий (ἀλγεινὰ θυμοῦ Aesch. - v. l. κ. ἀλγεῖν ἃ θυμοῦ [[κάρτα]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A = κινητικός, μύωψ A.Supp.307; ἀλγεινὰ θυμοῦ κ. ib.448; τὸ κ. ladle, = κίνητρον, Sch.Ar.Eq.980.
German (Pape)
[Seite 1440] bewegend, in Bewegung setzend; βοηλάτην μύωπα κινητήριον Aesch. Suppl. 303, vgl. 443; – τὸ κινητήριον, Erkl. von τορύνη, Schol. Ar. Equ. 980.
Greek (Liddell-Scott)
κῑνητήριος: -α, -ον, = κινητικός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 307· ἀλγεινὰ θυμοῦ κ. αὐτόθι 448· ― τὸ κινητήριον, τορύνη, μέγα κοχλιάριον, ὡς τὸ κίνητρον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 980.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui met en mouvement, qui agite.
Étymologie: κινέω.
Greek Monolingual
-α, -ο,θηλ. και -ος και -ία (Α κινητήριος, -ία, -ον) κινητήρ
ικανός ή κατάλληλος να μεταδώσει κίνηση σε κάτι
νεοελλ.
φρ. «κινητήρια δύναμη»
α) η δύναμη, η ενέργεια που θέτει κάτι σε κίνηση ή σε λειτουργία
β) μτφ. το απαραίτητο μέσο με το οποίο μπορεί να πετύχει κάποιος κάτι («κινητήρια δύναμη σήμερα είναι το χρήμα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κινητήριον
1. η κουτάλα, το κίνητρο
2. οίκος ανοχής, πορνείο.
Russian (Dvoretsky)
κῑνητήριος: 1) движущий, погоняющий, преследующий (μύοψ Aesch.);
2) возбуждающий, вызывающий (ἀλγεινὰ θυμοῦ Aesch. - v. l. κ. ἀλγεῖν ἃ θυμοῦ κάρτα).