κήλησις: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κήλησις]], ἡ (Α) [[κηλώ]]<br /><b>1.</b> [[κατάθελξη]], γοήτευση, καταμάγευση με ξόρκια («θηρίων τε καὶ νόσων [[κήλησις]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> γοήτευση από ρητορικό λόγο ή από [[μουσική]] και ευχάριστους ήχους («δικαστῶν και ἐκκλησιαστῶν καὶ τῶν ἄλλων ὄχλων [[κήλησις]]», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[κήλησις]], ἡ (Α) [[κηλώ]]<br /><b>1.</b> [[κατάθελξη]], γοήτευση, καταμάγευση με ξόρκια («θηρίων τε καὶ νόσων [[κήλησις]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> γοήτευση από ρητορικό λόγο ή από [[μουσική]] και ευχάριστους ήχους («δικαστῶν και ἐκκλησιαστῶν καὶ τῶν ἄλλων ὄχλων [[κήλησις]]», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κήλησις:''' -εως, ἡ, καταγοήτευση, [[μαγεία]], [[σαγήνη]], [[ελκυστικότητα]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήλησις Medium diacritics: κήλησις Low diacritics: κήλησις Capitals: ΚΗΛΗΣΙΣ
Transliteration A: kḗlēsis Transliteration B: kēlēsis Transliteration C: kilisis Beta Code: kh/lhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A bewitching, charming, ἔχεων, νόσων, Pl.Euthd. 290a: enchantment by eloquence, δικαστῶν κ. τε καὶ παραμυθία ibid.; by music and sweet sounds, Id.R.601b, Stoic.3.97.

German (Pape)

[Seite 1431] ἡ, das Bezaubern, Beschwichtigen, ἔχεων καὶ νόσων Plat. Euthyd. 290 a; Ergötzen, Täuschen, καὶ παραμύθια Plat. a. a. O., vgl. Rep. X, 601 b; Sp., μελῶν εὐρυθμίᾳ καὶ κηλήσει Luc. salt. 72.

Greek (Liddell-Scott)

κήλησις: -εως, ἡ, κατάθελξις, καταμάγευσις δι’ ἐπῳδῶν, ἔχεων καὶ νόσων Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α· ἐκ μεταφορᾶς ἐπὶ τῆς διὰ ῥητορικοῦ λόγου καταθέλξεως, δικαστῶν κ. τε καὶ παραμυθία αὐτόθ:· διὰ μουσικῆς καὶ ἡδέων ἤχων, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 601Β, Στωϊκ. παρὰ Πλουτ. 2. 710C, Διογ. Λ. 7. 114.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
charme (de la musique, de la parole, etc.).
Étymologie: κηλέω.

Greek Monolingual

κήλησις, ἡ (Α) κηλώ
1. κατάθελξη, γοήτευση, καταμάγευση με ξόρκια («θηρίων τε καὶ νόσων κήλησις», Πλάτ.)
2. μτφ. γοήτευση από ρητορικό λόγο ή από μουσική και ευχάριστους ήχους («δικαστῶν και ἐκκλησιαστῶν καὶ τῶν ἄλλων ὄχλων κήλησις», Πλάτ.).

Greek Monotonic

κήλησις: -εως, ἡ, καταγοήτευση, μαγεία, σαγήνη, ελκυστικότητα, σε Πλάτ.