Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κινυρός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κινυρός]], -ά, -όν (Α)<br />[[θρηνώδης]], [[γοερός]] («κινηρός [[γόος]]», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική [[ομάδα]] [[κινυρός]], [[κινυρίζω]], [[κινύρομαι]] συνδέεται άμεσα με [[εκείνη]] τών [[μινυρός]], «αυτός που κλαψουρίζει»<br />[[μινυρίζω]], [[μινύρομαι]] «[[παραπονούμαι]], [[μουρμουρίζω]]». Αρχικοί τ. τών δύο ομάδων [[είναι]] πιθ. ο [[κινυρός]] και το ρ. [[μινυρίζω]], αναλογικά [[προς]] τους οποίους σχηματίστηκαν οι τ. [[μινυρός]] και [[κινυρίζω]], αντιστοίχως, ενώ τα ρ. [[κινύρομαι]] και [[μινύρομαι]] δημιουργήθηκαν πιθ. υπό την [[επίδραση]] του [[μύρομαι]] «[[κλαίω]], [[θρηνώ]]»].
|mltxt=[[κινυρός]], -ά, -όν (Α)<br />[[θρηνώδης]], [[γοερός]] («κινηρός [[γόος]]», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική [[ομάδα]] [[κινυρός]], [[κινυρίζω]], [[κινύρομαι]] συνδέεται άμεσα με [[εκείνη]] τών [[μινυρός]], «αυτός που κλαψουρίζει»<br />[[μινυρίζω]], [[μινύρομαι]] «[[παραπονούμαι]], [[μουρμουρίζω]]». Αρχικοί τ. τών δύο ομάδων [[είναι]] πιθ. ο [[κινυρός]] και το ρ. [[μινυρίζω]], αναλογικά [[προς]] τους οποίους σχηματίστηκαν οι τ. [[μινυρός]] και [[κινυρίζω]], αντιστοίχως, ενώ τα ρ. [[κινύρομαι]] και [[μινύρομαι]] δημιουργήθηκαν πιθ. υπό την [[επίδραση]] του [[μύρομαι]] «[[κλαίω]], [[θρηνώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῐνῠρός:''' -ά, -όν, [[γοερός]], [[λυπητερός]], [[θρηνητικός]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐνῠρός Medium diacritics: κινυρός Low diacritics: κινυρός Capitals: ΚΙΝΥΡΟΣ
Transliteration A: kinyrós Transliteration B: kinyros Transliteration C: kinyros Beta Code: kinuro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A wailing, plaintive, Il.17.5; γόος A.R.4.605; πέτηλα Nonn.D.38.95; v. μινυρός.

German (Pape)

[Seite 1441] wehklagend, winselnd; von einer Kuh Il. 17, 5; μύρονται κινυρὸν μέλεαι γόον Ap. Rh. 4, 605; Nonn. öfter. Vgl. μινυρός.

Greek (Liddell-Scott)

κῐνῠρός: -ά, -όν, κλαυθυρμός, γοερός, Ἰλ. Ρ. 5.· γόος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 605· πέτηλα Νόνν. Δ. 38. 95· ἴδε μινυρός.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
plaintif, lamentable.
Étymologie: DELG pas d’étym.

English (Autenrieth)

whimpering, wailing, Il. 17.5†.

Greek Monolingual

κινυρός, -ά, -όν (Α)
θρηνώδης, γοερός («κινηρός γόος», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική ομάδα κινυρός, κινυρίζω, κινύρομαι συνδέεται άμεσα με εκείνη τών μινυρός, «αυτός που κλαψουρίζει»
μινυρίζω, μινύρομαι «παραπονούμαι, μουρμουρίζω». Αρχικοί τ. τών δύο ομάδων είναι πιθ. ο κινυρός και το ρ. μινυρίζω, αναλογικά προς τους οποίους σχηματίστηκαν οι τ. μινυρός και κινυρίζω, αντιστοίχως, ενώ τα ρ. κινύρομαι και μινύρομαι δημιουργήθηκαν πιθ. υπό την επίδραση του μύρομαι «κλαίω, θρηνώ»].

Greek Monotonic

κῐνῠρός: -ά, -όν, γοερός, λυπητερός, θρηνητικός, σε Ομήρ. Ιλ.