κνήμαργος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κνήμαργος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει λευκές κνήμες<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει χοντρές κνήμες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀργός]] «[[στιλπνός]], [[γυαλιστερός]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πόδ</i>-<i>αργος</i>, <i>πύγ</i>-<i>αργος</i>].
|mltxt=[[κνήμαργος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει λευκές κνήμες<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει χοντρές κνήμες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀργός]] «[[στιλπνός]], [[γυαλιστερός]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πόδ</i>-<i>αργος</i>, <i>πύγ</i>-<i>αργος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κνήμαργος:''' -ον, αυτός που έχει λευκές κνήμες, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνήμαργος Medium diacritics: κνήμαργος Low diacritics: κνήμαργος Capitals: ΚΝΗΜΑΡΓΟΣ
Transliteration A: knḗmargos Transliteration B: knēmargos Transliteration C: knimargos Beta Code: knh/margos

English (LSJ)

ον,

   A white-legged, Theoc.25.127.

German (Pape)

[Seite 1460] heißt bei Theocr. 25, 127 wahrscheinlich »weißfüßig«; Hesych. erkl. παχύκνημος.

Greek (Liddell-Scott)

κνήμαργος: -ον, ἔχων λευκὰς κνήμας, Θεόκρ. 25. 127. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «κνήμαργος· κνημώδης, παχύκνημος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux jambes blanches.
Étymologie: κνήμη, ἀργός¹.

Greek Monolingual

κνήμαργος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λευκές κνήμες
2. εκείνος που έχει χοντρές κνήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + -αργος (< ἀργός «στιλπνός, γυαλιστερός»), πρβλ. πόδ-αργος, πύγ-αργος].

Greek Monotonic

κνήμαργος: -ον, αυτός που έχει λευκές κνήμες, σε Θεόκρ.