Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κοάλεμος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοάλεμος]], ὁ (Α)<br />[[ανόητος]], [[ηλίθιος]], [[βλάκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται [[μάλλον]] για λ. ξεν. προελεύσεως. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], προέρχεται από θ. <i>κο</i>- ([[προϊόν]] ονοματοποιίας) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άλεμος</i>, σκοτεινής προελεύσεως, πού μαρτυρείται [[επίσης]] στη λ. <i>ι</i>-<i>άλεμος</i>].
|mltxt=[[κοάλεμος]], ὁ (Α)<br />[[ανόητος]], [[ηλίθιος]], [[βλάκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται [[μάλλον]] για λ. ξεν. προελεύσεως. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], προέρχεται από θ. <i>κο</i>- ([[προϊόν]] ονοματοποιίας) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άλεμος</i>, σκοτεινής προελεύσεως, πού μαρτυρείται [[επίσης]] στη λ. <i>ι</i>-<i>άλεμος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοάλεμος:''' [ᾱ], [[ηλίθιος]], [[ανόητος]], [[ευήθης]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοάλεμος Medium diacritics: κοάλεμος Low diacritics: κοάλεμος Capitals: ΚΟΑΛΕΜΟΣ
Transliteration A: koálemos Transliteration B: koalemos Transliteration C: koalemos Beta Code: koa/lemos

English (LSJ)

[ᾱ], ὁ,

   A stupid fellow, booby, Ar.Eq.198, Aeschin.Socr.16; addressed as a god or demon, Ar.Eq.221; nickname of the grandfather of Cimon, Plu.Cim.4. (From κοέω, ἠλεός acc. to Sch.Ar.Eq. 198, cf. Tim.Lex., etc.)

German (Pape)

[Seite 1464] ὁ, ein dummer, einfältiger Mensch (nach den Alten aus κοεῖν, = νοεῖν, u. ἠλέματος zusammengesetzt, Tim. lex. Pl. u. Schol. Ar.); Ar. Equ. 198, in einem wunderlichen Orakel; 221 ein Gott der Dummheit; vgl. Ath. V, 220 b; Spottname von Kimons Großvater, Plut. Cim. 4. – Hesych. führt noch κόαλοι, βάρβαροι an.

Greek (Liddell-Scott)

κοάλεμος: ᾱ, ὁ, ἠλίθιος, ἀνόητος, εὐήθης, βλάξ, «μποῦφος», Ἀριστοφ. Ἱππ. 198· προσφωνούμενος ὡς θεὸς ἢ δαίμων, αὐτόθι 221 ὁ πάππος τοῦ Κίμωνος ἔφερε τὴν προσωνυμίαν ταύτην, Πλουτ. Κίμ. 4. (Κοινῶς παραγόμενον ἐκ τοῦ κοέω καὶ ἠλέματος ἢ ἠλεός, mente captus, Σοφ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 198, Τιμ. Λεξ., Σουΐδ., κτλ.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
homme lourd et stupide.
Étymologie: DELG pê emprunt.

Greek Monolingual

κοάλεμος, ὁ (Α)
ανόητος, ηλίθιος, βλάκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. ξεν. προελεύσεως. Κατ' άλλη άποψη, προέρχεται από θ. κο- (προϊόν ονοματοποιίας) + κατάλ. -άλεμος, σκοτεινής προελεύσεως, πού μαρτυρείται επίσης στη λ. ι-άλεμος].

Greek Monotonic

κοάλεμος: [ᾱ], ηλίθιος, ανόητος, ευήθης, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).