κνηκίας: Difference between revisions
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κνηκίας]], δωρ. τ. [[κνακίας]], ὁ (Α)<br />[[ονομασία]] του λύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνῆκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βομβυκ</i>-<i>ίας</i>, <i>κροκ</i>-<i>ίας</i>). Ο [[λύκος]] ονομάστηκε [[έτσι]] από το πυρρόξανθο [[χρώμα]] του]. | |mltxt=[[κνηκίας]], δωρ. τ. [[κνακίας]], ὁ (Α)<br />[[ονομασία]] του λύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνῆκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βομβυκ</i>-<i>ίας</i>, <i>κροκ</i>-<i>ίας</i>). Ο [[λύκος]] ονομάστηκε [[έτσι]] από το πυρρόξανθο [[χρώμα]] του]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κνηκίας:''' ὁ, βλ. [[κνηκός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, Dor. κνᾱκίας, ὁ, (κνηκός) name for the
A wolf, Babr.122.12.
German (Pape)
[Seite 1460] ὁ, der Falbe, Gelbliche, von κνηκός, der Wolf, Babr. 122, 12.
Greek (Liddell-Scott)
κνηκίας: -ου, ὁ, Δωρ. κνᾱκίας, πρβλ. κνηκός, ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
propr. « le fauve », càd le loup.
Étymologie: κνηκός.
Syn.λύκος, μονιός, μονόλυκος.
Greek Monolingual
κνηκίας, δωρ. τ. κνακίας, ὁ (Α)
ονομασία του λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + κατάλ. -ίας (πρβλ. βομβυκ-ίας, κροκ-ίας). Ο λύκος ονομάστηκε έτσι από το πυρρόξανθο χρώμα του].
Greek Monotonic
κνηκίας: ὁ, βλ. κνηκός.