κόπις: Difference between revisions
ἀγὼν πρόφασιν οὐκ ἐπιδέχεται οὐδὲ φιλία → no excuse is allowed by a contest or by a friendship
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κόπις]], ἡ (ΑM) [[κοπή]]<br /><b>1.</b> το [[κεντρί]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ανησυχία]].———————— <b>(II)</b><br />[[κόπις]], -ιδος, ὁ (Α)<br />[[φλύαρος]], [[ψευδολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοπή]]. Παρόμοια σημασιολογική [[απόχρωση]] παρατηρείται και στο β' συνθετικό -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]]) του [[δημο]]-[[κόπος]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κόπις]], ἡ (ΑM) [[κοπή]]<br /><b>1.</b> το [[κεντρί]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ανησυχία]].———————— <b>(II)</b><br />[[κόπις]], -ιδος, ὁ (Α)<br />[[φλύαρος]], [[ψευδολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοπή]]. Παρόμοια σημασιολογική [[απόχρωση]] παρατηρείται και στο β' συνθετικό -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]]) του [[δημο]]-[[κόπος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κόπις:''' -εως, ὁ ([[κόπτω]]), [[φλύαρος]], [[ψεύτης]], [[βωμολόχος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
(A), ιδος, ὁ,
A prater, liar, wrangler, E.Hec.132 (anap.), Lyc. 763, 1464; κοπίδων ἀρχηγός Heraclit.81, cf. Pythag. ap. Sch.E.Hec. 134. (Prob. from κόπτω.)
German (Pape)
[Seite 1483] ὁ, der Zungendrescher (κόπτω), Schwätzer, Windbeutel, ποικιλόφρων, heißt Odysseus, Eur. Hec. 131 u. sp. D., wie Lycophr. 763. 1464.
Greek (Liddell-Scott)
κόπις: -εως, ὁ, φλύαρος, ψεύστης, βωμολόχος, Εὐρ. Ἑκ. 133, Λυκόφρ. 763. 1464. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ κόπτω, πρβλ. δημοκόπος).
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ) :
fourbe, menteur.
Étymologie: κόπτω.
Greek Monolingual
(I)
κόπις, ἡ (ΑM) κοπή
1. το κεντρί
2. μτφ. ανησυχία.———————— (II)
κόπις, -ιδος, ὁ (Α)
φλύαρος, ψευδολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπή. Παρόμοια σημασιολογική απόχρωση παρατηρείται και στο β' συνθετικό -κόπος (< κόπος) του δημο-κόπος.