κρεουργός: Difference between revisions
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
(21) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρεουργός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει, που τεμαχίζει το [[κρέας]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κρεουργός]]<br />ο [[κρεοπώλης]] ή αυτός που διανέμει το [[κρέας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κρεουργὸν [[ἦμαρ]]» — η [[ημέρα]] [[κατά]] την οποία γινόταν [[σφαγή]] ζώων για [[θυσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γενεσι</i>-<i>ουργός</i>, <i>σιδηρ</i>-<i>ουργός</i>]. | |mltxt=[[κρεουργός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει, που τεμαχίζει το [[κρέας]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κρεουργός]]<br />ο [[κρεοπώλης]] ή αυτός που διανέμει το [[κρέας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κρεουργὸν [[ἦμαρ]]» — η [[ημέρα]] [[κατά]] την οποία γινόταν [[σφαγή]] ζώων για [[θυσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γενεσι</i>-<i>ουργός</i>, <i>σιδηρ</i>-<i>ουργός</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρεουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που εργάζεται, δηλ. κόβει [[κρέας]], κρεουργὸν [[ἦμαρ]], [[μέρα]] ξεφαντώματος, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
English (LSJ)
όν,
A working, i.e. cutting up, meat: κρεουργὸν ἦμαρ a day of slaughter and feasting, A.Ag.1592. II Subst. κ., ὁ, butcher or carver, Poll. 7.25.
Greek (Liddell-Scott)
κρεουργός: -όν, (ἔργον) ὁ ἐργαζόμενος δηλ. κόπτων σάρκας· κρεουργὸν ἦμαρ, ἡμέρα σφαγῆς θυμάτων καὶ εὐωχίας, ἡμέρα καθ’ ἣν μετὰ τὴν σφαγὴν διενέμοντο κρέατα, Αἰσχύλ. εἰς Ἀγ. 1592, πρβλ. βουθύτοις ἐν ἤμασιν Χοηφ. 261.· ― ὡς οὐσιαστ., κρεουργός, ὁ, ὁ κόπτων κρέας, κρεοπώλης, Πολυδ. Ζ΄, 25.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui concerne le dépècement des viandes ; κρεουργὸν ἦμαρ ESCHL jour meurtrier.
Étymologie: κρέας, ἔργον.
Greek Monolingual
κρεουργός, -όν (Α)
1. αυτός που κόβει, που τεμαχίζει το κρέας
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρεουργός
ο κρεοπώλης ή αυτός που διανέμει το κρέας
3. φρ. «κρεουργὸν ἦμαρ» — η ημέρα κατά την οποία γινόταν σφαγή ζώων για θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. γενεσι-ουργός, σιδηρ-ουργός].
Greek Monotonic
κρεουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που εργάζεται, δηλ. κόβει κρέας, κρεουργὸν ἦμαρ, μέρα ξεφαντώματος, σε Αισχύλ.