κυπρῖνος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(22)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM κυπρῑνος)<br />[[γένος]] κυπρινόμορφων τελεόστεων ιχθύων, που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] cyprinidae και [[είναι]] μεγάλα εδώδιμα ψάρια τών γλυκών νερών, με κοινές [[σήμερα]] ονομασίες [[σαζάνι]] ή [[γριβάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύπρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῖνος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ερυθρ</i>-<i>ίνος</i>)<br />ο [[σχηματισμός]] της λ. από τον τ. [[κύπρος]], [[είδος]] φυτού, οφείλεται στην [[ομοιότητα]] του χρώματος του ψαριού με το [[χρώμα]] του φυτού].
|mltxt=ο (AM κυπρῑνος)<br />[[γένος]] κυπρινόμορφων τελεόστεων ιχθύων, που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] cyprinidae και [[είναι]] μεγάλα εδώδιμα ψάρια τών γλυκών νερών, με κοινές [[σήμερα]] ονομασίες [[σαζάνι]] ή [[γριβάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύπρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῖνος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ερυθρ</i>-<i>ίνος</i>)<br />ο [[σχηματισμός]] της λ. από τον τ. [[κύπρος]], [[είδος]] φυτού, οφείλεται στην [[ομοιότητα]] του χρώματος του ψαριού με το [[χρώμα]] του φυτού].
}}
{{elru
|elrutext='''κυπρῖνος:''' ὁ рыба карп (Cyprinus carpio) Arst.
}}
}}

Revision as of 23:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυπρῖνος Medium diacritics: κυπρῖνος Low diacritics: κυπρίνος Capitals: ΚΥΠΡΙΝΟΣ
Transliteration A: kyprînos Transliteration B: kyprinos Transliteration C: kyprinos Beta Code: kupri=nos

English (LSJ)

ὁ,

   A carp, Arist.HA533a29, 538a15, Fr.321, Opp.H.1.101.

German (Pape)

[Seite 1534] ὁ, eine Karpfenart; Arist. H. A. 4, 11. 6, 14; Ath. VII, 309 a; Opp. Hal. 1, 101. 592.

Greek (Liddell-Scott)

κυπρῖνος: ὁ, εἶδος λιμναίου καὶ ποταμίου ἰχθύος, καλουμένου καὶ νῦν κυπρίνου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 7., 4. 11, 7, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ο (AM κυπρῑνος)
γένος κυπρινόμορφων τελεόστεων ιχθύων, που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια cyprinidae και είναι μεγάλα εδώδιμα ψάρια τών γλυκών νερών, με κοινές σήμερα ονομασίες σαζάνι ή γριβάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύπρος + -ῖνος (πρβλ. ερυθρ-ίνος)
ο σχηματισμός της λ. από τον τ. κύπρος, είδος φυτού, οφείλεται στην ομοιότητα του χρώματος του ψαριού με το χρώμα του φυτού].

Russian (Dvoretsky)

κυπρῖνος: ὁ рыба карп (Cyprinus carpio) Arst.