μικροπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[μικροπρεπής]], Α και μτγν. τ. [[σμικροπρεπής]], -ές)<br />αυτός που συμπεριφέρεται με τρόπο που προσιδιάζει σε ασήμαντους ανθρώπους, [[χαμερπής]], [[ευτελής]], [[αναξιοπρεπής]], [[πρόστυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανελεύθερος]], [[δουλοπρεπής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μικροπρεπές</i><br />α) το τετριμμένο, η [[κοινοτοπία]]<br />β) [[μικροψυχία]]<br />γ) το να [[είναι]] [[κανείς]] υποταγμένος σε [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικροπρεπώς</i> (ΑΜ μικροπρεπῶς)<br />με μικροπρεπή τρόπο, με τρόπο που αρμόζει σε μικροπρεπή άνθρωπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγαλο</i>-<i>πρεπής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[μικροπρεπής]], Α και μτγν. τ. [[σμικροπρεπής]], -ές)<br />αυτός που συμπεριφέρεται με τρόπο που προσιδιάζει σε ασήμαντους ανθρώπους, [[χαμερπής]], [[ευτελής]], [[αναξιοπρεπής]], [[πρόστυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανελεύθερος]], [[δουλοπρεπής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μικροπρεπές</i><br />α) το τετριμμένο, η [[κοινοτοπία]]<br />β) [[μικροψυχία]]<br />γ) το να [[είναι]] [[κανείς]] υποταγμένος σε [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικροπρεπώς</i> (ΑΜ μικροπρεπῶς)<br />με μικροπρεπή τρόπο, με τρόπο που αρμόζει σε μικροπρεπή άνθρωπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγαλο</i>-<i>πρεπής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῑκροπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), αυτός που είναι [[ασήμαντος]] στις αντιλήψεις, τις ιδέες του, τσιγκούνης, [[μικροπρεπής]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικροπρεπής Medium diacritics: μικροπρεπής Low diacritics: μικροπρεπής Capitals: ΜΙΚΡΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: mikroprepḗs Transliteration B: mikroprepēs Transliteration C: mikroprepis Beta Code: mikropreph/s

English (LSJ)

ές, (πρέπω)

   A petty, mean, shabby, opp. μεγαλοπρεπής, Arist.EN1123a27; ἡ ἀκριβολογία μικροπρεπές ib.1122b8; μικροπρεπὲς ἡ ἀκρίβεια Demetr.Eloc.53, cf. 60, Charond. ap. Stob.4.2.24, Phalar.Ep.118 (Comp.); μ. [βίος] Plu.2.8a. Adv. -πῶς Posidon. ap. Gal.5.471, Sch.E.Ph.111.

German (Pape)

[Seite 184] ές, der Ggstz von μεγαλοπρεπής und ἐλευθέριος, kleinlich, bes. in Geldsachen, von niedriger, gemeiner Denkart; ἡ περὶ λέξιν ἅμιλλα μικροπρεπὲς φαίνεται καὶ σοφιστικόν, Plut. Nic. 1; Luc. Epist. saturn. 32 u. a. Sp. – Auch adv. μικροπρεπῶς, Schol. Eur. Phoen. 111.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκροπρεπής: -ές, (πρέπω) ὡς τὸ μικρολόγος, εὐτελής, χαμερπής, φειδωλός, σχεδὸν ἰσοδύναμον τῷ Λατ. illiberalis, ἀνελεύθερος, δουλοπρεπής, ἀντίθ. τῷ μεγαλοπρεπής, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4, 2, 21, κ. ἀλλ.· ἐπὶ πραγμάτων, αὐτόθι 4. 2, 8. Ἐπίρρ. -πῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 111.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de petit esprit ou de petit caractère, mesquin, pointilleux, parcimonieux ; en gén. vulgaire.
Étymologie: μικρός, πρέπω.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ μικροπρεπής, Α και μτγν. τ. σμικροπρεπής, -ές)
αυτός που συμπεριφέρεται με τρόπο που προσιδιάζει σε ασήμαντους ανθρώπους, χαμερπής, ευτελής, αναξιοπρεπής, πρόστυχος
αρχ.
1. ανελεύθερος, δουλοπρεπής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μικροπρεπές
α) το τετριμμένο, η κοινοτοπία
β) μικροψυχία
γ) το να είναι κανείς υποταγμένος σε κάτι.
επίρρ...
μικροπρεπώς (ΑΜ μικροπρεπῶς)
με μικροπρεπή τρόπο, με τρόπο που αρμόζει σε μικροπρεπή άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μεγαλο-πρεπής].

Greek Monotonic

μῑκροπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που είναι ασήμαντος στις αντιλήψεις, τις ιδέες του, τσιγκούνης, μικροπρεπής, σε Αριστ.