λοιδορία: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[λοιδορία]]) [[λοιδορώ]]<br />ύβρη, [[κακολογία]], [[χλευασμός]], [[ονειδισμός]] («τὸ πρᾱγμ' εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν ἐμβαλόντες», <b>Δημοσθ.</b>). | |mltxt=η (AM [[λοιδορία]]) [[λοιδορώ]]<br />ύβρη, [[κακολογία]], [[χλευασμός]], [[ονειδισμός]] («τὸ πρᾱγμ' εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν ἐμβαλόντες», <b>Δημοσθ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λοιδορία:''' ἡ ([[λοιδορέω]]), ύβρη, [[προσβολή]], [[κακολογία]], σε Θουκ., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A railing, abuse, reproach, Antipho 2.1.4, Ar.Fr.346, Th.2.84, Pl. Euthd.288b, Phld.Lib.p.29 O., etc.; εἰς γέλωτα καὶ λ. ἐμβαλόντες D.10.75: pl., Lys.21.8, Pl.Tht.174c.
Greek (Liddell-Scott)
λοιδορία: ἡ, (λοιδορέω), ὕβρις, ὀνειδισμός, κακολογία, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 126, Ἀντιφῶν 115. 17, Θουκ. 2. 84, Πλάτ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Λυσ. 162. 15.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
reproche blessant, invective, injure.
Étymologie: λοίδορος.
English (Strong)
from λοίδορος; slander or vituperation: railing, reproach(-fully).
English (Thayer)
λοιδορίας, ἡ (λοιδορέω), railing, reviling: Sept.; Aristophanes, Thucydides, Xenophon, following.)
Greek Monolingual
η (AM λοιδορία) λοιδορώ
ύβρη, κακολογία, χλευασμός, ονειδισμός («τὸ πρᾱγμ' εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν ἐμβαλόντες», Δημοσθ.).
Greek Monotonic
λοιδορία: ἡ (λοιδορέω), ύβρη, προσβολή, κακολογία, σε Θουκ., Πλάτ.