λάθρα: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
(22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[λάθρα]] και [[λάθρα]] και δωρ. τ. [[λάθρη]])<br /><b>επίρρ.</b> [[κρυφά]], [[μυστικά]], [[χωρίς]] να γίνει [[κάποιος]] [[αντιληπτός]] (α. «ἐβουλήθη [[λάθρα]] ἀπολῡσαι αὐτήν», ΚΔ<br />β. «ὁ δὲ οἱ παρελέξατο [[λάθρη]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ύπουλα, προδοτικά<br /><b>2.</b> ανεπαίσθητα, [[ελαφρά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[λάθρῃ]] τινός» — εν αγνοίᾳ κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχ. οργανική [[πτώση]] με επιρρμ. [[χρήση]]<br /><i>λάθ</i>-<i>ρα</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαθ</i>- του [[λανθάνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>λαθ</i>-<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρα</i> που ανάγεται πιθ. στο [[επίθημα]] -<i>ra</i>, το οποίο απαντά στην αρχ. ινδ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>cvitr</i><i>ā</i>- «[[λευκός]]», <b>βλ.</b> και <i>αργι</i>-). Η υπογεγραμμένη του τ. [[λάθρα]] δεν δικαιολογείται από την οργανική [[πτώση]], [[αλλά]] [[είναι]] πιθ. [[επίδραση]] δοτικής πτώσης].———————— <b>(II)</b><br />[[λάθρα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «αἱ δίκαι».
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[λάθρα]] και [[λάθρα]] και δωρ. τ. [[λάθρη]])<br /><b>επίρρ.</b> [[κρυφά]], [[μυστικά]], [[χωρίς]] να γίνει [[κάποιος]] [[αντιληπτός]] (α. «ἐβουλήθη [[λάθρα]] ἀπολῡσαι αὐτήν», ΚΔ<br />β. «ὁ δὲ οἱ παρελέξατο [[λάθρη]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ύπουλα, προδοτικά<br /><b>2.</b> ανεπαίσθητα, [[ελαφρά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[λάθρῃ]] τινός» — εν αγνοίᾳ κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχ. οργανική [[πτώση]] με επιρρμ. [[χρήση]]<br /><i>λάθ</i>-<i>ρα</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαθ</i>- του [[λανθάνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>λαθ</i>-<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρα</i> που ανάγεται πιθ. στο [[επίθημα]] -<i>ra</i>, το οποίο απαντά στην αρχ. ινδ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>cvitr</i><i>ā</i>- «[[λευκός]]», <b>βλ.</b> και <i>αργι</i>-). Η υπογεγραμμένη του τ. [[λάθρα]] δεν δικαιολογείται από την οργανική [[πτώση]], [[αλλά]] [[είναι]] πιθ. [[επίδραση]] δοτικής πτώσης].———————— <b>(II)</b><br />[[λάθρα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «αἱ δίκαι».
}}
{{lsm
|lsmtext='''λάθρα:''' [[λάθρᾳ]], βλ. [[λάθρῃ]].
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάθρα Medium diacritics: λάθρα Low diacritics: λάθρα Capitals: ΛΑΘΡΑ
Transliteration A: láthra Transliteration B: lathra Transliteration C: lathra Beta Code: la/qra

English (LSJ)

αἱ δίκαι (Elean), Hsch. λάθρα, λάθρᾳ,

   A v. λάθρῃ.

German (Pape)

[Seite 6] τά, nach Hesych. bei den Eleern = δίκαι. = Folgdm, H. h. Cer. 240, l. d.; vgl. Eur. Danae prol. 28 u. Ellendt Lexik.

Greek (Liddell-Scott)

λάθρα: λάθρᾳ, ἴδε ἐν λέξ. λάθρη.

French (Bailly abrégé)

v. λάθρᾳ.

English (Strong)

adverb from λανθάνω; privately: privily, secretly.

Greek Monolingual

(I)
λάθρα και λάθρα και δωρ. τ. λάθρη)
επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να γίνει κάποιος αντιληπτός (α. «ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῡσαι αὐτήν», ΚΔ
β. «ὁ δὲ οἱ παρελέξατο λάθρη», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. ύπουλα, προδοτικά
2. ανεπαίσθητα, ελαφρά
3. φρ. «λάθρῃ τινός» — εν αγνοίᾳ κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. οργανική πτώση με επιρρμ. χρήση
λάθ-ρα < θ. λαθ- του λανθάνω (πρβλ. αόρ. β' -λαθ-ον) + -ρα που ανάγεται πιθ. στο επίθημα -ra, το οποίο απαντά στην αρχ. ινδ. (πρβλ. cvitrā- «λευκός», βλ. και αργι-). Η υπογεγραμμένη του τ. λάθρα δεν δικαιολογείται από την οργανική πτώση, αλλά είναι πιθ. επίδραση δοτικής πτώσης].———————— (II)
λάθρα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «αἱ δίκαι».

Greek Monotonic

λάθρα: λάθρᾳ, βλ. λάθρῃ.