λινοφθόρος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λινοφθόρος]], -ον (Α)<br />αυτός πού καταστρέφει τα λινά («λινοφθόροι δ' ὑφασμάτων λακίδες [[ἔφλαδον]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φθόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδρο</i>-[[φθόρος]], <i>ψυχο</i>-[[φθόρος]].
|mltxt=[[λινοφθόρος]], -ον (Α)<br />αυτός πού καταστρέφει τα λινά («λινοφθόροι δ' ὑφασμάτων λακίδες [[ἔφλαδον]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φθόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδρο</i>-[[φθόρος]], <i>ψυχο</i>-[[φθόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐνοφθόρος:''' -ον ([[φθείρω]]), αυτός που καταστρέφει τα λινά, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνοφθόρος Medium diacritics: λινοφθόρος Low diacritics: λινοφθόρος Capitals: ΛΙΝΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: linophthóros Transliteration B: linophthoros Transliteration C: linofthoros Beta Code: linofqo/ros

English (LSJ)

ον,

   A linen-spoiling, ὑφασμάτων λακίδες A.Ch.27 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 50] Leinwand vernichtend, λινοφθόροι δ' ὑφασμάτων λακίδες, die leinenen Kleider zerreißend, Aesch. Ch. 27.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοφθόρος: -ον, ὁ φθείρων τὰ λινᾶ, καταστρέφων αὐτά, ὑφασμάτων λακίδες Αἰσχύλ. Χο. 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui détruit le lin, càd qui déchire le tissu.
Étymologie: λίνον, φθείρω.

Greek Monolingual

λινοφθόρος, -ον (Α)
αυτός πού καταστρέφει τα λινά («λινοφθόροι δ' ὑφασμάτων λακίδες ἔφλαδον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο-φθόρος, ψυχο-φθόρος.

Greek Monotonic

λῐνοφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που καταστρέφει τα λινά, σε Αισχύλ.