λίπασμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(23)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[λίπασμα]]) [[λιπαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσική]] ή τεχνητή [[ουσία]] που προστίθεται στο [[έδαφος]] για να αυξήσει τη γονιμότητά του και να συντελέσει στην [[ανάπτυξη]] και [[παραγωγικότητα]] τών [[φυτών]] (α. «[[φυσικά]] λιπάσματα» β. «χημικά [ή συνθετικά] λιπάσματα»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «διαφυλλικό [[λίπασμα]]» — [[λίπασμα]] που διασκορπίζεται στο [[φύλλωμα]] τών καλλιεργούμενων [[φυτών]] από το οποίο και απορροφάται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παχύτητα]], [[πάχος]]<br /><b>2.</b> [[ουσία]] που παχαίνει («πορεύεσθε, φάγετε λιπάσματα, καὶ πίετε γλυκάσματα», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[αλοιφή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λιπάσματα ὀφθαλμῶν» — τα δάκρυα.
|mltxt=το (Α [[λίπασμα]]) [[λιπαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσική]] ή τεχνητή [[ουσία]] που προστίθεται στο [[έδαφος]] για να αυξήσει τη γονιμότητά του και να συντελέσει στην [[ανάπτυξη]] και [[παραγωγικότητα]] τών [[φυτών]] (α. «[[φυσικά]] λιπάσματα» β. «χημικά [ή συνθετικά] λιπάσματα»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «διαφυλλικό [[λίπασμα]]» — [[λίπασμα]] που διασκορπίζεται στο [[φύλλωμα]] τών καλλιεργούμενων [[φυτών]] από το οποίο και απορροφάται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παχύτητα]], [[πάχος]]<br /><b>2.</b> [[ουσία]] που παχαίνει («πορεύεσθε, φάγετε λιπάσματα, καὶ πίετε γλυκάσματα», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[αλοιφή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λιπάσματα ὀφθαλμῶν» — τα δάκρυα.
}}
{{elru
|elrutext='''λίπασμα:''' ατος (ῐ) τό жировое вещество, жир Plut.
}}
}}

Revision as of 23:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίπασμα Medium diacritics: λίπασμα Low diacritics: λίπασμα Capitals: ΛΙΠΑΣΜΑ
Transliteration A: lípasma Transliteration B: lipasma Transliteration C: lipasma Beta Code: li/pasma

English (LSJ)

[ῐ], ατος, τό,

   A a greasy form of ulceration, Hp.Alim.16, Heliod. ap. Orib.46.22.14, Gal.15.316.    2 a fattening substance, Plu.2.771b, LXXNe.8.10 (pl.).    3 salve, Man.4.345.    4 λίπασμα ὀφθαλμῶν a glistening, i.e. a tear, Epicur. ap. Cleom.2.1 (p.89 U.).

German (Pape)

[Seite 51] τό, das Fettmachende, Fett, Hippocr. u.;p., Salbe, Maneth. 4, 345; ὀφθαλμῶν λ. nannte Epikur die Thräne.

Greek (Liddell-Scott)

λίπασμα: [ῐ], τό, παχύτης, Ἱππ. 381. 22. 2) οὐσία παχύνουσα, Πλούτ. 2. 771Β, πρβλ. Ἑβδ. (Νεεμ. Η΄, 10). 3) ἀλοιφή, Μανέθων 4. 345. 4) λ. ὀφθαλμῶν, δάκρυα, Ἐπίκουρ. παρὰ Κλεομήδ. 2, 1, σ. 112 Bäke.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
substance grasse.
Étymologie: λίπα.

Greek Monolingual

το (Α λίπασμα) λιπαίνω
νεοελλ.
1. φυσική ή τεχνητή ουσία που προστίθεται στο έδαφος για να αυξήσει τη γονιμότητά του και να συντελέσει στην ανάπτυξη και παραγωγικότητα τών φυτών (α. «φυσικά λιπάσματα» β. «χημικά [ή συνθετικά] λιπάσματα»)
2. φρ. «διαφυλλικό λίπασμα» — λίπασμα που διασκορπίζεται στο φύλλωμα τών καλλιεργούμενων φυτών από το οποίο και απορροφάται
αρχ.
1. παχύτητα, πάχος
2. ουσία που παχαίνει («πορεύεσθε, φάγετε λιπάσματα, καὶ πίετε γλυκάσματα», ΠΔ)
3. αλοιφή
4. φρ. «λιπάσματα ὀφθαλμῶν» — τα δάκρυα.

Russian (Dvoretsky)

λίπασμα: ατος (ῐ) τό жировое вещество, жир Plut.