λυκίσκος: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
(23) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lykiskos | |Transliteration C=lykiskos | ||
|Beta Code=luki/skos | |Beta Code=luki/skos | ||
|Definition=<b class="b3">ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον, ἢ ἄνοδος δόματος</b>, Hsch. λῠκοβᾰτίας <b class="b3">δρυμός· ἐν ᾧ οἱ λύκοι διατρίβουσι</b>, Id. (post | |Definition=<b class="b3">ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον, ἢ ἄνοδος δόματος</b>, Hsch. λῠκοβᾰτίας <b class="b3">δρυμός· ἐν ᾧ οἱ λύκοι διατρίβουσι</b>, Id. (post [[λυκαιχλίας]]). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:15, 8 July 2020
English (LSJ)
ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον, ἢ ἄνοδος δόματος, Hsch. λῠκοβᾰτίας δρυμός· ἐν ᾧ οἱ λύκοι διατρίβουσι, Id. (post λυκαιχλίας).
Greek (Liddell-Scott)
λυκίσκος: «ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο (Α λυκίσκος) λύκος
νεοελλ.
βοτ. κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων φυτών δικότυλων φυτών humulus που ανήκουν στην οικογένεια κανναβίδες, οι κώνοι ενός είδους του οποίου χρησιμοποιούνται στη ζυθοποιία και στη φαρμακοποιία
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον τροχαλία, τρῆμα δὲ μόνον ἢ ἄνοδος δόματος».