λυμαντής: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυμαντής]], ὁ (Α) [[λυμαίνω]]<br /><b>ως επίθ.</b> [[καταστρεπτικός]], [[ολέθριος]], λυμεώνας («καὶ τὸν Οἰνέως γάμον [[οἷον]] κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου», <b>Σοφ.</b>). | |mltxt=[[λυμαντής]], ὁ (Α) [[λυμαίνω]]<br /><b>ως επίθ.</b> [[καταστρεπτικός]], [[ολέθριος]], λυμεώνας («καὶ τὸν Οἰνέως γάμον [[οἷον]] κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου», <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λυμαντής:''' -οῦ, ὁ, ως επίθ., αυτός που καταστρέφει, [[καταστροφέας]], με γεν., σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = foreg.,
A γάμος λ. βίου S.Tr.793: also λῡμ-αντικός, ή, όν, Muson.Fr.8p.34H., Epict.Gnom.9: c. gen., δόγματα λ. οἴκων Arr.Epict.3.7.20; φυομένων (καρπῶν) Ph.2.429.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. λυμαντήρ.
Greek Monolingual
λυμαντής, ὁ (Α) λυμαίνω
ως επίθ. καταστρεπτικός, ολέθριος, λυμεώνας («καὶ τὸν Οἰνέως γάμον οἷον κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου», Σοφ.).
Greek Monotonic
λυμαντής: -οῦ, ὁ, ως επίθ., αυτός που καταστρέφει, καταστροφέας, με γεν., σε Σοφ.