μακρολόγος: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[μακρολόγος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά διεξοδικά, με [[πολυλογία]], με [[μακρηγορία]]<br /><b>2.</b> [[απεραντολόγος]], [[πολυλογάς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μακρολόγως</i> (Α)<br /><b>1.</b> [[λεπτομερώς]], διεξοδικά<br /><b>2.</b> με [[πολυλογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]]. | |mltxt=-ο (Α [[μακρολόγος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά διεξοδικά, με [[πολυλογία]], με [[μακρηγορία]]<br /><b>2.</b> [[απεραντολόγος]], [[πολυλογάς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μακρολόγως</i> (Α)<br /><b>1.</b> [[λεπτομερώς]], διεξοδικά<br /><b>2.</b> με [[πολυλογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μακρολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που μιλάει [[πολύ]], [[πολυλογάς]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A speaking at length, θεός Com.Adesp.14.1 D., cf. Axiop.1.11: Comp., Pl. Sph.268b; -ώτερος τοῦ συμμέτρου Philostr. VS1.10. Adv. -γως Gal. 17(1).744.
Greek (Liddell-Scott)
μακρολόγος: -ον, ὁ λέγων πολλά, ὁμιλῶν διεξοδικῶς, Πλάτ. Σοφ. 268Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle longuement, prolixe, verbeux.
Étymologie: μακρός, λέγω³.
Greek Monolingual
-ο (Α μακρολόγος, -ον)
1. αυτός που μιλά διεξοδικά, με πολυλογία, με μακρηγορία
2. απεραντολόγος, πολυλογάς.
επίρρ...
μακρολόγως (Α)
1. λεπτομερώς, διεξοδικά
2. με πολυλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -λόγος].
Greek Monotonic
μακρολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μιλάει πολύ, πολυλογάς, σε Πλάτ.