μεγαλωσύνη: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(24) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑM [[μεγαλωσύνη]])<br /><b>βλ.</b> [[μεγαλοσύνη]]. | |mltxt=η (ΑM [[μεγαλωσύνη]])<br /><b>βλ.</b> [[μεγαλοσύνη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεγᾰλωσύνη:''' ἡ ([[μέγας]]), [[σπουδαιότητα]], [[μεγαλοπρέπεια]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A greatness, majesty, LXX 2 Ki.7.21, al., Aristeas 192.
German (Pape)
[Seite 108] ἡ, Größe, Großartigkeit, Suid. u. Sp., oft ist v. l. μεγαλοσύνη.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλωσύνη: ἡ, μεγαλεῖον, μεγαλειότης, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Ζ΄, 21, κ. ἀλλ.), Κ. Δ. - Ἀπαντᾷ καὶ μεγαλοσύνη διὰ τοῦ ο παρὰ Μεθοδ. 52Α, οὐχὶ ὀρθῶς.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
grandeur, majesté.
Étymologie: μέγας.
English (Strong)
from μέγας; greatness, i.e. (figuratively) divinity (often God himself): majesty.
English (Thayer)
μεγαλωσύνης, ἡ, only in Biblical and ecclesiastical writings (cf. Winer s Grammar, 26,95 (90); Buttmann, 73, and see ἀγαθωσύνη) (μέγας), the Sept. for גֹּדֶל and גְּדוּלָה; majesty: of the majesty of God, Song of Solomon 2Samuel 7:23; Sirach 2:18, and often).
Greek Monolingual
η (ΑM μεγαλωσύνη)
βλ. μεγαλοσύνη.
Greek Monotonic
μεγᾰλωσύνη: ἡ (μέγας), σπουδαιότητα, μεγαλοπρέπεια, σε Καινή Διαθήκη