μεταγωγέας: Difference between revisions
From LSJ
(24) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑM [[μεταγωγεύς]], -έως)<br />[[μεταγωγός]], [[μεταφορέας]], αυτός που οδηγεί ή μεταφέρει από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]] ή από μια [[κατάσταση]] σε [[άλλη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), | |mltxt=ο (ΑM [[μεταγωγεύς]], -έως)<br />[[μεταγωγός]], [[μεταφορέας]], αυτός που οδηγεί ή μεταφέρει από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]] ή από μια [[κατάσταση]] σε [[άλλη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), [[πρβλ]]. <i>εξ</i>-[[αγωγεύς]], <i>προ</i>-[[αγωγεύς]]. Ο νεοελλ. τ. [[μεταγωγέας]] [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ας</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:12, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο (ΑM μεταγωγεύς, -έως)
μεταγωγός, μεταφορέας, αυτός που οδηγεί ή μεταφέρει από έναν τόπο σε άλλο ή από μια κατάσταση σε άλλη
αρχ.
ονομασία επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἀγωγεύς (< ἀγωγός), πρβλ. εξ-αγωγεύς, προ-αγωγεύς. Ο νεοελλ. τ. μεταγωγέας κατά τα αρσ. σε -ας].