μεταλλευτικός: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταλλευτικός]], -ή, -όν) [[μεταλλεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μεταλλείο]], στη [[μετάλλευση]] ή στον μεταλλευτή («μεταλλευτική [[έρευνα]]»)<br /><b>2.</b> [[ικανός]], [[έμπειρος]] στην [[αναζήτηση]] και [[εξόρυξη]] μετάλλων<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μεταλλευτική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] της ανεύρεσης και εξόρυξης μεταλλευμάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεταλλευτικῶς</i> (Μ)<br />με μεταλλευτικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταλλευτικός]], -ή, -όν) [[μεταλλεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μεταλλείο]], στη [[μετάλλευση]] ή στον μεταλλευτή («μεταλλευτική [[έρευνα]]»)<br /><b>2.</b> [[ικανός]], [[έμπειρος]] στην [[αναζήτηση]] και [[εξόρυξη]] μετάλλων<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μεταλλευτική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] της ανεύρεσης και εξόρυξης μεταλλευμάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεταλλευτικῶς</i> (Μ)<br />με μεταλλευτικό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταλλευτικός:''' -ή, -όν, [[προικισμένος]] στην [[έρευνα]] για μέταλλα· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), το [[επιτήδευμα]], η [[τέχνη]] του μεταλλωρύχου, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλευτικός Medium diacritics: μεταλλευτικός Low diacritics: μεταλλευτικός Capitals: ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: metalleutikós Transliteration B: metalleutikos Transliteration C: metalleftikos Beta Code: metalleutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A skilled in searching for metals: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of mining, Arist.Pol.1258b31, Oec. 1343a27; μ. ἐργασία PSI8.962B.28 (ii A. D.).    II of or consisting of mines, κτῆμα Pl.Lg.847d.

German (Pape)

[Seite 149] zum Aufsuchen des Metalls, zum Bergbau gehörig; ἡ μεταλλευτική, der Bergbau, Arist. pol. 1, 11; – metallisch, κτῆμα, Plat. Legg. VIII, 847 d.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλευτικός: -ή, -όν, ἔμπειρος περὶ τὸ μεταλλεύειν ἢ ἀναζητεῖν μέταλλα, ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη) Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 4. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημ. 251. 19. ΙΙ. ὁ συνιστάμενος ἐκ μεταλλείων, μ. κτῆμα Πλάτ. Νόμ. 847D· κτῆσις Ἀριστ. Οἰκ. 1. 2, 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le travail des mines ; ἡ μεταλλευτική (τέχνη) l’art d’exploiter une mine;
2 qui consiste en mines, métallurgique.
Étymologie: μεταλλεύω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεταλλευτικός, -ή, -όν) μεταλλεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεταλλείο, στη μετάλλευση ή στον μεταλλευτή («μεταλλευτική έρευνα»)
2. ικανός, έμπειρος στην αναζήτηση και εξόρυξη μετάλλων
3. το θηλ. ως ουσ. η μεταλλευτική (ενν. τέχνη)
η τέχνη της ανεύρεσης και εξόρυξης μεταλλευμάτων.
επίρρ...
μεταλλευτικῶς (Μ)
με μεταλλευτικό τρόπο.

Greek Monotonic

μεταλλευτικός: -ή, -όν, προικισμένος στην έρευνα για μέταλλα· ἡ -κή (ενν. τέχνη), το επιτήδευμα, η τέχνη του μεταλλωρύχου, σε Αριστ.