νυκτάλωψ: Difference between revisions
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
(27) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νυκτάλωψ]], -ωπος, ὁ και ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λόγω παθήσεως τών οφθαλμών βλέπει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας και όχι [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας<br /><b>2.</b> αυτός που αδυνατεί να δει [[κατά]] τη [[νύχτα]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν βλέπει [[ούτε]] τη [[νύχτα]] [[ούτε]] την [[ημέρα]]<br /><b>4.</b> <b>ως ουσ.</b> α) [[πάθηση]] [[κατά]] την οποία εξασθενεί η όραση του ασθενούς [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας, [[νυκταλωπίασις]]. β) [[πάθηση]] [[κατά]] την οποία ο [[ασθενής]] βλέπει καλύτερα τη [[νύχτα]] [[παρά]] την [[ημέρα]], [[νυκταλωπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νυκτάλωψ]] εμφανίζει δύο βασικές αντιφατικές σημασίες: α) «αυτός που βλέπει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας και όχι [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας» και β) «αυτός που αδυνατεί να δει [[κατά]] τη [[νύχτα]]». Με την πρώτη σημ., η λ. θεωρείται συνθ. από το θ. <i>νυκτ</i>- του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> και τη λ. <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i>- «όψη» (<b>πρβλ.</b> [[ὄπωπα]]), ενώ το πρόσθετο -<i>λ</i>- ερμηνεύεται ως [[επίδραση]] τών [[αἱμάλωψ]], [[θυμάλωψ]]. Κατά την [[ίδια]] [[άποψη]], αρχική και αυθεντική σημ. της λ. [[είναι]] «αυτός που βλέπει τη [[νύχτα]]». Με τη δεύτερη σημ., η λ. θεωρήθηκε ότι προήλθε με ανομοίωοη από αμάρτυρο τ. <i>νυκτ</i>-<i>αν</i>-<i>ωψ</i> «αυτός που δεν βλέπει τη [[νύχτα]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> στερητ. [[μόριο]] <i>α</i>(<i>ν</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «όψη»). Η τελευταία [[άποψη]] απορρίπτεται από εκείνους που θεωρούν αρχική σημ. της λ. την πρώτη «αυτός που βλέπει τη [[νύχτα]]». Παρ' όλα αυτά, δεν έχει εξακριβωθεί με [[βεβαιότητα]] ποια από τις δύο σημ. [[είναι]] η αρχαιότερη και δεν αποκλείεται και η σημ. «αυτός που δεν βλέπει τη [[νύχτα]]» να [[είναι]] [[εξίσου]] αρχαία. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>nyctal</i><i>ō</i><i>ps</i>]. | |mltxt=[[νυκτάλωψ]], -ωπος, ὁ και ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λόγω παθήσεως τών οφθαλμών βλέπει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας και όχι [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας<br /><b>2.</b> αυτός που αδυνατεί να δει [[κατά]] τη [[νύχτα]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν βλέπει [[ούτε]] τη [[νύχτα]] [[ούτε]] την [[ημέρα]]<br /><b>4.</b> <b>ως ουσ.</b> α) [[πάθηση]] [[κατά]] την οποία εξασθενεί η όραση του ασθενούς [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας, [[νυκταλωπίασις]]. β) [[πάθηση]] [[κατά]] την οποία ο [[ασθενής]] βλέπει καλύτερα τη [[νύχτα]] [[παρά]] την [[ημέρα]], [[νυκταλωπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νυκτάλωψ]] εμφανίζει δύο βασικές αντιφατικές σημασίες: α) «αυτός που βλέπει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας και όχι [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας» και β) «αυτός που αδυνατεί να δει [[κατά]] τη [[νύχτα]]». Με την πρώτη σημ., η λ. θεωρείται συνθ. από το θ. <i>νυκτ</i>- του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> και τη λ. <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i>- «όψη» (<b>πρβλ.</b> [[ὄπωπα]]), ενώ το πρόσθετο -<i>λ</i>- ερμηνεύεται ως [[επίδραση]] τών [[αἱμάλωψ]], [[θυμάλωψ]]. Κατά την [[ίδια]] [[άποψη]], αρχική και αυθεντική σημ. της λ. [[είναι]] «αυτός που βλέπει τη [[νύχτα]]». Με τη δεύτερη σημ., η λ. θεωρήθηκε ότι προήλθε με ανομοίωοη από αμάρτυρο τ. <i>νυκτ</i>-<i>αν</i>-<i>ωψ</i> «αυτός που δεν βλέπει τη [[νύχτα]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> στερητ. [[μόριο]] <i>α</i>(<i>ν</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «όψη»). Η τελευταία [[άποψη]] απορρίπτεται από εκείνους που θεωρούν αρχική σημ. της λ. την πρώτη «αυτός που βλέπει τη [[νύχτα]]». Παρ' όλα αυτά, δεν έχει εξακριβωθεί με [[βεβαιότητα]] ποια από τις δύο σημ. [[είναι]] η αρχαιότερη και δεν αποκλείεται και η σημ. «αυτός που δεν βλέπει τη [[νύχτα]]» να [[είναι]] [[εξίσου]] αρχαία. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>nyctal</i><i>ō</i><i>ps</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυκτάλωψ:''' ωπος ἡ (sc. [[νόσος]]) никталопия (болезнь глаз, при которой ночное зрение лучше дневного) Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ωπος, ὁ, ἡ, (νύξ, ὤψ)
A = ὁ τῆς νυκτὸς ὁρῶν, i.e. suffering from day-blindness, Id.Prorrh.2.33, cf. Gal.19.435, 14.776 ; ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ ν. ὀξυδερκής Prov. ap. Jo. Sic.in Rh.6.293 W. ; but also, 2 = ὁ τῆς νυκτὸς ἀλαός, night-blind, Gal.19.124, cf. Plin.HN8.203, Aët.7.48, etc. 3 ν. ubi homo neque matutino tempore videt neque vespertino, Ulp. in Dig.20.1.10.4. II as Subst., incapacity to see except in bright light, night-blindness, Hp.Epid.6.7.1, Arist.GA780a16 (pl.), Gal.10.84, Id. ap. Orib.Syn.8.48.1. 2 day-blindness, Dem.Ophth. ap. Simon.Jan. s.v. nictilopa.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτάλωψ: -ωπος, ὁ, ἡ, (νύξ, ὤψ) = ὁ τῆς νυκτὸς ὁρῶν, Ἱππ. 110Ε· ἀλλ’ ὁ Ermerins εἰσάγει τὸ οὐχ ἐκ καλοῦ ἀντιγράφου, ὅπερ ἐπιβεβαιοῦται καὶ ἐκ γλώσσης τινὸς ἐν Γαλην. Λεξ. Ἱππ., ὁ τῆς νυκτὸς ἀλαός, πρβλ. 10. 84· καὶ ἑρμηνεύεται ὡς σημαῖνον «ὁ τυφλὸς τὴν νύκτα» ὑπὸ τοῦ Παλλαδίου, τοῦ Ἀετίου, κλ.· ἂν καὶ ἕτεροι μνημονεύουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον «ὁ μόνον κατὰ τὴν νύκτα ὁρῶν». ΙΙ. ἐπ’ αὐτῆς τῆς νόσου, ἥτις εἶναι ἔλλειψίς τις τῆς ὁράσεως συμβαίνουσα εἰς παιδία ἔχοντα μέλανας ὀφθαλμοὺς καὶ προξενουμένη ἐκ πλεοναζόντων ὑγρῶν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ϛ΄, 1193, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 28· ― οὕτω, νυκταλωπικά, τά, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ϛ΄, 1194· νυκτᾰλωπίᾱσις, ἡ, Ὀρειβάσ.· νυκτᾰλωπιάω, Γαλην. τ. 12, σ. 802, 43, ἔκδ. Kühn.
Greek Monolingual
νυκτάλωψ, -ωπος, ὁ και ἡ (Α)
1. αυτός που λόγω παθήσεως τών οφθαλμών βλέπει κατά τη διάρκεια της νύχτας και όχι κατά τη διάρκεια της ημέρας
2. αυτός που αδυνατεί να δει κατά τη νύχτα
3. αυτός που δεν βλέπει ούτε τη νύχτα ούτε την ημέρα
4. ως ουσ. α) πάθηση κατά την οποία εξασθενεί η όραση του ασθενούς κατά τη διάρκεια της νύχτας, νυκταλωπίασις. β) πάθηση κατά την οποία ο ασθενής βλέπει καλύτερα τη νύχτα παρά την ημέρα, νυκταλωπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νυκτάλωψ εμφανίζει δύο βασικές αντιφατικές σημασίες: α) «αυτός που βλέπει κατά τη διάρκεια της νύχτας και όχι κατά τη διάρκεια της ημέρας» και β) «αυτός που αδυνατεί να δει κατά τη νύχτα». Με την πρώτη σημ., η λ. θεωρείται συνθ. από το θ. νυκτ- του νύξ, νυκτός και τη λ. ὤψ, ὠπός- «όψη» (πρβλ. ὄπωπα), ενώ το πρόσθετο -λ- ερμηνεύεται ως επίδραση τών αἱμάλωψ, θυμάλωψ. Κατά την ίδια άποψη, αρχική και αυθεντική σημ. της λ. είναι «αυτός που βλέπει τη νύχτα». Με τη δεύτερη σημ., η λ. θεωρήθηκε ότι προήλθε με ανομοίωοη από αμάρτυρο τ. νυκτ-αν-ωψ «αυτός που δεν βλέπει τη νύχτα» (< νύξ, νυκτός + στερητ. μόριο α(ν)- + -ὤψ, ὠπός «όψη»). Η τελευταία άποψη απορρίπτεται από εκείνους που θεωρούν αρχική σημ. της λ. την πρώτη «αυτός που βλέπει τη νύχτα». Παρ' όλα αυτά, δεν έχει εξακριβωθεί με βεβαιότητα ποια από τις δύο σημ. είναι η αρχαιότερη και δεν αποκλείεται και η σημ. «αυτός που δεν βλέπει τη νύχτα» να είναι εξίσου αρχαία. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή nyctalōps].
Russian (Dvoretsky)
νυκτάλωψ: ωπος ἡ (sc. νόσος) никталопия (болезнь глаз, при которой ночное зрение лучше дневного) Arst.