ὀξύμωρος: Difference between revisions
πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι → it often proves harder to keep than to win prosperity | it is often harder for men to keep the good they have, than it was to obtain it
(29) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksymoros | |Transliteration C=oksymoros | ||
|Beta Code=o)cu/mwros | |Beta Code=o)cu/mwros | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">pointedly foolish</b> : <b class="b3">τὸ ὀξύμωρον</b> <b class="b2">a witty saying, the more pointed from being paradoxical</b> or seemingly | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">pointedly foolish</b> : <b class="b3">τὸ ὀξύμωρον</b> <b class="b2">a witty saying, the more pointed from being paradoxical</b> or seemingly [[absurd]], such as <b class="b2">insaniens sapientia, strenua inertia, splendide mendax</b>, Serv.ad Verg.<span class="title">A.</span>7.295, etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:30, 28 June 2020
English (LSJ)
ον,
A pointedly foolish : τὸ ὀξύμωρον a witty saying, the more pointed from being paradoxical or seemingly absurd, such as insaniens sapientia, strenua inertia, splendide mendax, Serv.ad Verg.A.7.295, etc.
German (Pape)
[Seite 353] spitzdumm, τὸ ὀξύμωρον, ein spitzfindiger, witziger Gedanke, dessen Ausdruck beim ersten Anblick einfältig erscheint, bes. die witzige Verbindung zweier sich scheinbar widersprechender Begriffe, wie concordia discors u. a., Gramm. u. Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύμωρος: -ον, ὁ κατ’ ὀξὺν τρόπον μωρός· ― τὸ ὀξύμωρον, λόγος εὐφυὴς ὀξύτερος γινόμενος καθ’ ὅσον φαίνεται ἀνόητος ἢ παράδοξος, οἷα τὰ παρὰ Λατίνοις insaniens sapientia, strenua inertia, splendide mendax, Γραμμ. ― Κατὰ Ζηκίδην (ἐν Λεξ. Χρηστ.) «ὀξύμωρον σχῆμα τὸ συνιστάμενον ἐκ τῆς ἑνώσεως δύο ἀντιφατικῶν ἐννοιῶν ὡς «σπεῦδε βραδέως», καὶ τὸ δημῶδες «μέσα ’ς τὰ χιόνια καίομαι καὶ ’ς τὴ φωτιὰ μαργώνω».
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀξύμωρος, -ον)
1. ο κατά έντονο τρόπο φαινόμενος μωρός, ο φαινομενικά ανόητος, αλλά στην πραγματικότητα ευφυής
2. φρ. «οξύμωρο σχήμα»
γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο συνάπτονται έννοιες αντιφατικές, που αποκλείουν η μία την άλλη φαινομενικά, αλλά εκφράζουν στην ουσία τους κάτι το λογικό, όπως λ.χ. σπεύδε βραδέως.
επίρρ...
οξυμώρως
με οξύμωρο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + μωρός (πρβλ. δριμύ-μωρος)].