νᾶπυ: Difference between revisions

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
(26)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=νᾱπυ, -υος, τὸ (Α)<br />(<b>αττ. τ.</b>) [[σινάπι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. δάνεια λ., για την [[προέλευση]] της οποίας έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Η [[προφανής]], αλλ' όχι ικανοποιητικά ερμηνευμένη, [[σχέση]] τών [[νᾶπυ]], [[σίναπι]] οδήγησε στην [[υπόθεση]] της αιγυπτιακής τους προελεύσεως (<b>πρβλ.</b> [[σίλι]]: [[σέσελι]], [[σάρι]]: [[σίσαρον]], που θεωρούνται [[επίσης]] αιγυπτιακής προελεύσεως). Κατ' άλλους, συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>sarsapa</i> «[[μουστάρδα]]», το οποίο δεν αποκλείεται να [[είναι]] δάνεια λ. αυστρονησιακής προελεύσεως (<b>πρβλ.</b> μαλαιικό <i>sawi</i>, <i>s</i><i>ě</i><i>sawi</i>, <i>s</i><i>ě</i><i>nawi</i> «[[μουστάρδα]]»). Η Λατινική δανείστηκε από την Ελληνική τα [[νᾶπυ]], [[σίναπι]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>n</i><i>ā</i><i>pus</i> «[[ραπάνι]]», <i>sinapi</i>(<i>s</i>) «[[μουστάρδα]]»].
|mltxt=νᾱπυ, -υος, τὸ (Α)<br />(<b>αττ. τ.</b>) [[σινάπι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. δάνεια λ., για την [[προέλευση]] της οποίας έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Η [[προφανής]], αλλ' όχι ικανοποιητικά ερμηνευμένη, [[σχέση]] τών [[νᾶπυ]], [[σίναπι]] οδήγησε στην [[υπόθεση]] της αιγυπτιακής τους προελεύσεως (<b>πρβλ.</b> [[σίλι]]: [[σέσελι]], [[σάρι]]: [[σίσαρον]], που θεωρούνται [[επίσης]] αιγυπτιακής προελεύσεως). Κατ' άλλους, συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>sarsapa</i> «[[μουστάρδα]]», το οποίο δεν αποκλείεται να [[είναι]] δάνεια λ. αυστρονησιακής προελεύσεως (<b>πρβλ.</b> μαλαιικό <i>sawi</i>, <i>s</i><i>ě</i><i>sawi</i>, <i>s</i><i>ě</i><i>nawi</i> «[[μουστάρδα]]»). Η Λατινική δανείστηκε από την Ελληνική τα [[νᾶπυ]], [[σίναπι]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>n</i><i>ā</i><i>pus</i> «[[ραπάνι]]», <i>sinapi</i>(<i>s</i>) «[[μουστάρδα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νᾶπυ:''' τό = [[σινάπι]], βλ. βλέπειν, λέγεται για δριμύ και οργίλο [[βλέμμα]], σε Αριστοφ.· πρβλ. [[κάρδαμον]].
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾶπυ Medium diacritics: νᾶπυ Low diacritics: νάπυ Capitals: ΝΑΠΥ
Transliteration A: nâpy Transliteration B: napy Transliteration C: napy Beta Code: na=pu

English (LSJ)

τό, Att.,

   A = σίναπι (cf. Phryn.255, Plin.HN19.171; on the accent v. Hdn.Gr.1.354), mustard, ν. Κύπριον Eub.19; ν. βλέπειν Ar. Eq.631: gen. νάπυος Thphr.HP1.12.1: dat. νάπυϊ IG42(1).126.17, 21 (Epid., ii A.D.), Luc.Asin.47.

Greek (Liddell-Scott)

νᾶπυ: τό, = σίναπι (ὅστις εἶναιγνήσιος Ἀττ. τύπος, Λοβεκ. Φρύνιχ. 288), «σινᾶπι», νᾱπυ Κύπριον Εὔβουλ. ἐν «Γλαύκῳ» 1· ν. βλέπειν, ἐπὶ δριμέος καὶ ὀργίλου βλέμματος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 631, πρβλ. κάρδαμον· γεν. νάπυος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 1· δοτ. νάπυϊ Λουκ. Ὄν. 47. (Ὁ τονισμὸς νάπυ εἶναι ἡμαρτημένος, Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., διότι τὸ ᾰ ἀπαντᾷ μόνον παρὰ μεταγεν. καὶ ἀδοκίμοις συγγραφεῦσιν).

French (Bailly abrégé)

-υος, -υϊ (τό) :
moutarde, plante.
Étymologie: cf. σίναπι.

Greek Monolingual

νᾱπυ, -υος, τὸ (Α)
(αττ. τ.) σινάπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. δάνεια λ., για την προέλευση της οποίας έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Η προφανής, αλλ' όχι ικανοποιητικά ερμηνευμένη, σχέση τών νᾶπυ, σίναπι οδήγησε στην υπόθεση της αιγυπτιακής τους προελεύσεως (πρβλ. σίλι: σέσελι, σάρι: σίσαρον, που θεωρούνται επίσης αιγυπτιακής προελεύσεως). Κατ' άλλους, συνδέεται με το αρχ. ινδ. sarsapa «μουστάρδα», το οποίο δεν αποκλείεται να είναι δάνεια λ. αυστρονησιακής προελεύσεως (πρβλ. μαλαιικό sawi, sěsawi, sěnawi «μουστάρδα»). Η Λατινική δανείστηκε από την Ελληνική τα νᾶπυ, σίναπι (πρβλ. λατ. nāpus «ραπάνι», sinapi(s) «μουστάρδα»].

Greek Monotonic

νᾶπυ: τό = σινάπι, βλ. βλέπειν, λέγεται για δριμύ και οργίλο βλέμμα, σε Αριστοφ.· πρβλ. κάρδαμον.