νεωτερισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[νεωτερισμός]]) [[νεωτερίζω]]<br /><b>1.</b> (γενικά) [[ενέργεια]] που γίνεται προκειμένου να επιτευχθεί [[μεταβολή]], [[πρωτοτυπία]] [[καινοτομία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβολή]] στη [[σκέψη]], στις αντιλήψεις ή στον τρόπο ζωής, [[υιοθέτηση]] νέων ιδεών ή συστημάτων<br /><b>2.</b> [[μόδα]], [[συρμός]]<br /><b>3.</b> (στο [[εμπόριο]]) [[νέες]] μορφές και νέοι τύποι αγαθών που προσφέρονται στην [[κατανάλωση]] [[κατά]] τις επιταγές της μόδας<br /><b>4.</b> <b>(οικον.)</b> οι καινοτομίες στην [[αξιοποίηση]] τεχνικών και οικονομικών ιδεών και εφευρέσεων που γίνονται από επιχειρηματίες με σκοπό την [[αύξηση]] της κατανάλωσης τών παραγόμενων ειδών και τών κερδών τους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κατάστημα]] νεωτερισμών» — [[παρωχημένος]] όρος για εμπορικά καταστήματα ειδών μόδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στάση]], [[κίνημα]], [[επανάσταση]]<br /><b>2.</b> [[μεταβολή]] στον τρόπο διατροφής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔφορος]] επὶ τῶν νεωτερισμῶν» — [[τίτλος]] δικαστικού υπαλλήλου στη [[Σπάρτη]].
|mltxt=ο (Α [[νεωτερισμός]]) [[νεωτερίζω]]<br /><b>1.</b> (γενικά) [[ενέργεια]] που γίνεται προκειμένου να επιτευχθεί [[μεταβολή]], [[πρωτοτυπία]] [[καινοτομία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβολή]] στη [[σκέψη]], στις αντιλήψεις ή στον τρόπο ζωής, [[υιοθέτηση]] νέων ιδεών ή συστημάτων<br /><b>2.</b> [[μόδα]], [[συρμός]]<br /><b>3.</b> (στο [[εμπόριο]]) [[νέες]] μορφές και νέοι τύποι αγαθών που προσφέρονται στην [[κατανάλωση]] [[κατά]] τις επιταγές της μόδας<br /><b>4.</b> <b>(οικον.)</b> οι καινοτομίες στην [[αξιοποίηση]] τεχνικών και οικονομικών ιδεών και εφευρέσεων που γίνονται από επιχειρηματίες με σκοπό την [[αύξηση]] της κατανάλωσης τών παραγόμενων ειδών και τών κερδών τους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κατάστημα]] νεωτερισμών» — [[παρωχημένος]] όρος για εμπορικά καταστήματα ειδών μόδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στάση]], [[κίνημα]], [[επανάσταση]]<br /><b>2.</b> [[μεταβολή]] στον τρόπο διατροφής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔφορος]] επὶ τῶν νεωτερισμῶν» — [[τίτλος]] δικαστικού υπαλλήλου στη [[Σπάρτη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεωτερισμός:''' ὁ, [[καινοτομία]], επαναστατική [[κίνηση]], σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωτερισμός Medium diacritics: νεωτερισμός Low diacritics: νεωτερισμός Capitals: ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: neōterismós Transliteration B: neōterismos Transliteration C: neoterismos Beta Code: newterismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A attempt to change; esp. in bad sense, innovation, revolutionary movement, Pl.R.422a, 555d, D.17.15, etc.: pl., Pl.Lg.758c; ἔφορος ἐπὶ τῶν ν., title of official at Sparta, BSA27.234 (ii A.D.).    2 generally, change, as of diet, Sabin. ap. Gal.17(1).562.

Greek (Liddell-Scott)

νεωτερισμός: ὁ, ἐπιχείρησις πρὸς μεταβολήν· ἰδίως ἐπὶ κακῆς σημασίας, κίνησις, στάσις, rerum novarum studium, Πλάτ. Ρητ. 422Α, 555D, Δημ. 215· 26, κλ.· ἐν τῷ πληθ. Πλάτ. Νόμ. 758C· πρβλ. νεωτερίζω.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
goût ou penchant pour les nouveautés ; innovation, révolution.
Étymologie: νεωτερίζω.

Greek Monolingual

ο (Α νεωτερισμός) νεωτερίζω
1. (γενικά) ενέργεια που γίνεται προκειμένου να επιτευχθεί μεταβολή, πρωτοτυπία καινοτομία
νεοελλ.
1. μεταβολή στη σκέψη, στις αντιλήψεις ή στον τρόπο ζωής, υιοθέτηση νέων ιδεών ή συστημάτων
2. μόδα, συρμός
3. (στο εμπόριο) νέες μορφές και νέοι τύποι αγαθών που προσφέρονται στην κατανάλωση κατά τις επιταγές της μόδας
4. (οικον.) οι καινοτομίες στην αξιοποίηση τεχνικών και οικονομικών ιδεών και εφευρέσεων που γίνονται από επιχειρηματίες με σκοπό την αύξηση της κατανάλωσης τών παραγόμενων ειδών και τών κερδών τους
5. φρ. «κατάστημα νεωτερισμών» — παρωχημένος όρος για εμπορικά καταστήματα ειδών μόδας
αρχ.
1. στάση, κίνημα, επανάσταση
2. μεταβολή στον τρόπο διατροφής
3. φρ. «ἔφορος επὶ τῶν νεωτερισμῶν» — τίτλος δικαστικού υπαλλήλου στη Σπάρτη.

Greek Monotonic

νεωτερισμός: ὁ, καινοτομία, επαναστατική κίνηση, σε Πλάτ. κ.λπ.