πεταυρισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204
(32)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[πετευρισμός]] Α [[πεταυρίζω]] / [[πετευρίζομαι]]]<br />[[χορός]] ή [[αναπήδηση]] [[πάνω]] σε [[πέταυρο]], [[ακροβασία]] [[πάνω]] σε [[λεπτό]] και [[ελαστικό]] [[σανίδι]].
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[πετευρισμός]] Α [[πεταυρίζω]] / [[πετευρίζομαι]]]<br />[[χορός]] ή [[αναπήδηση]] [[πάνω]] σε [[πέταυρο]], [[ακροβασία]] [[πάνω]] σε [[λεπτό]] και [[ελαστικό]] [[σανίδι]].
}}
{{elru
|elrutext='''πεταυρισμός:''' ὁ досл. хождение по канату, перен. головоломные прыжки (ὁ τῆς τύχης π. Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεταυρισμός Medium diacritics: πεταυρισμός Low diacritics: πεταυρισμός Capitals: ΠΕΤΑΥΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: petaurismós Transliteration B: petaurismos Transliteration C: petavrismos Beta Code: petaurismo/s

English (LSJ)

πετασιστής, πέτασον, later forms for πετευρ- found in Phot., Suid., also as vv.ll. and in Latin derivatives ; cf. παίταυρα and πέταυρα, expld. by σίγνα (Lat.

   A signa), Hsch.

German (Pape)

[Seite 605] ὁ, das Tanze ι auf dem Seile, übh. das Spiel, die Gaukelei der Seiltänzer, Sp.; auch übertr., τῆς τύχης, Plut. an vitiositas ad infelic. suffic. 1.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
danse sur la corde, voltige.
Étymologie: πέταυρον.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και πετευρισμός Α πεταυρίζω / πετευρίζομαι]
χορός ή αναπήδηση πάνω σε πέταυρο, ακροβασία πάνω σε λεπτό και ελαστικό σανίδι.

Russian (Dvoretsky)

πεταυρισμός: ὁ досл. хождение по канату, перен. головоломные прыжки (ὁ τῆς τύχης π. Plut.).