παρεγχειρώ: Difference between revisions
From LSJ
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
(31) |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[παραβιάζω]], [[επεμβαίνω]] με [[κακό]] τρόπο («οἱ τὴν φύσιν παρεγ<br /> | |mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[παραβιάζω]], [[επεμβαίνω]] με [[κακό]] τρόπο («οἱ τὴν φύσιν παρεγ<br />χειρεῖν τολμῶντες», Φίλων.)<br /><b>2.</b> [[επιχειρώ]] [[παράνομα]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[προβάλλω]] εσφαλμένα επιχειρήματα<br /><b>4.</b> [[αποδίδω]], [[ερμηνεύω]] συμβολικά<br /><b>5.</b> [[ταράσσω]], [[προκαλώ]] [[διατάραξη]]<br /><b>6.</b> [[αντικρούω]], [[αμφισβητώ]] ως αναληθές<br /><b>7.</b> [[δίνω]] στο [[χέρι]] κάποιου, [[εγχειρίζω]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐγχειρῶ</i> «καταπιάνομαι με [[κάτι]], [[επιχειρώ]], [[συζητώ]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:30, 26 March 2021
Greek Monolingual
-έω, Α
1. παραβιάζω, επεμβαίνω με κακό τρόπο («οἱ τὴν φύσιν παρεγ
χειρεῖν τολμῶντες», Φίλων.)
2. επιχειρώ παράνομα κάτι
3. προβάλλω εσφαλμένα επιχειρήματα
4. αποδίδω, ερμηνεύω συμβολικά
5. ταράσσω, προκαλώ διατάραξη
6. αντικρούω, αμφισβητώ ως αναληθές
7. δίνω στο χέρι κάποιου, εγχειρίζω σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγχειρῶ «καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ, συζητώ»].