Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξυλουργία: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ξυλουργία]]) [[ξυλουργός]]<br />η [[τέχνη]] της κατεργασίας του ξύλου, ξυλουργική.
|mltxt=η (Α [[ξυλουργία]]) [[ξυλουργός]]<br />η [[τέχνη]] της κατεργασίας του ξύλου, ξυλουργική.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξῠλουργία:''' ἡ, [[κατεργασία]] ξύλου, ξυλουργική [[τέχνη]], [[εργασία]] μαραγκού, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλουργία Medium diacritics: ξυλουργία Low diacritics: ξυλουργία Capitals: ΞΥΛΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: xylourgía Transliteration B: xylourgia Transliteration C: ksylourgia Beta Code: culourgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A working of wood, carpentry, A.Pr.451, IG12.347.35.

German (Pape)

[Seite 281] ἡ, Bearbeitung des Holzes, Aesch. Prom. 449.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλουργία: ἡ, ἡ τοῦ ξύλου ἐργασία, τεκτονική, ξυλουργική, Αἰσχύλ. Πρ. 451.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de travailler le bois, profession de menuisier, etc.
Étymologie: ξυλουργέω.

Greek Monolingual

η (Α ξυλουργία) ξυλουργός
η τέχνη της κατεργασίας του ξύλου, ξυλουργική.

Greek Monotonic

ξῠλουργία: ἡ, κατεργασία ξύλου, ξυλουργική τέχνη, εργασία μαραγκού, σε Αισχύλ.