οἰκτίρμων: Difference between revisions
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον (ΑΜ [[οἰκτίρμων]], -ον)<br />[[ελεήμων]], [[φιλεύσπλαγχνος]] («ὁ [[κύριος]] ὁ Θεὸς [[οἰκτίρμων]] καὶ [[ἐλεήμων]]», ΠΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[οικτιρμόνως]] (Μ οἰκτιρμόνως)<br />με οικτίρμονα τρόπο, ευσπλαγχνικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκτίρω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ιχνεύ</i>-<i>μων</i>)]. | |mltxt=-ον (ΑΜ [[οἰκτίρμων]], -ον)<br />[[ελεήμων]], [[φιλεύσπλαγχνος]] («ὁ [[κύριος]] ὁ Θεὸς [[οἰκτίρμων]] καὶ [[ἐλεήμων]]», ΠΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[οικτιρμόνως]] (Μ οἰκτιρμόνως)<br />με οικτίρμονα τρόπο, ευσπλαγχνικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκτίρω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ιχνεύ</i>-<i>μων</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰκτίρμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[ελεήμων]], [[φιλεύσπλαγχνος]], σε Θεόκρ., Κ.Δ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A merciful, Gorg.Pal.32, Theoc.15.75,AP7.359, LXXEx. 34.6, al., Ev.Luc.6.36.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτίρμων: -ον, γεν. ονος, ἐλεήμων, πλήρης ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν, Θεόκρ. 15. 75, Ἀνθ. Π. 7. 359, Καιν. Διαθ.
English (Strong)
from οἰκτείρω; compassionate: merciful, of tender mercy.
English (Thayer)
οἰκτιρμόν, genitive ὀικτιρμονος (ὀκτείρω), merciful: Theocritus, 15,75; Anth. 7,359, 1 (Epigr. Anth. Pal. Append. 223,5); the Sept. for רַחוּם.) ("In classic Greek only a poetic term for the more common ἐλεήμων." Schmidt iii., p. 580.)
Greek Monolingual
-ον (ΑΜ οἰκτίρμων, -ον)
ελεήμων, φιλεύσπλαγχνος («ὁ κύριος ὁ Θεὸς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων», ΠΔ).
επίρρ...
οικτιρμόνως (Μ οἰκτιρμόνως)
με οικτίρμονα τρόπο, ευσπλαγχνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτίρω + επίθημα -μων (πρβλ. ιχνεύ-μων)].
Greek Monotonic
οἰκτίρμων: -ον, γεν. -ονος, ελεήμων, φιλεύσπλαγχνος, σε Θεόκρ., Κ.Δ.