ὁμαιχμία: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμίαaccordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)

Source
(28)
(28)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμαιχμία]], ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. [[ὁμαιχμία]]) [[όμαιχμος]]<br />αμυντική [[συμμαχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «συντίθεμαί τινι ὁμαιχμίαν» — [[συνάπτω]] [[συμμαχία]] με κάποιον<br />β) «συντίθεμαι ὁμαιχμίαν [[πρός]] τινα» — [[συνάπτω]] [[συμμαχία]] [[εναντίον]] κάποιου.
|mltxt=[[ὁμαιχμία]], ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. [[ὁμαιχμία]]) [[όμαιχμος]]<br />αμυντική [[συμμαχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «συντίθεμαί τινι ὁμαιχμίαν» — [[συνάπτω]] [[συμμαχία]] με κάποιον<br />β) «συντίθεμαι ὁμαιχμίαν [[πρός]] τινα» — [[συνάπτω]] [[συμμαχία]] [[εναντίον]] κάποιου.
}}
{{grml
|mltxt=ὁμαίχμια, τὰ (Α) [[όμαιχμος]]<br />[[ομαιχμία]].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμαιχμία Medium diacritics: ὁμαιχμία Low diacritics: ομαιχμία Capitals: ΟΜΑΙΧΜΙΑ
Transliteration A: homaichmía Transliteration B: homaichmia Transliteration C: omaichmia Beta Code: o(maixmi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A union for battle, defensive alliance, league, Th.1.18, App.Gall.15 ; ὁ. συνθέσθαι τινί form a league with one, Hdt. 8.140.α' ; πρός τινα against one, Id.7.145 : pl., Anon. ap. Suid. s.v. δυσμικῶν.

German (Pape)

[Seite 329] ἡ, Speer-, d. i. Kampfgemeinschaft, Kriegsbündniß; ὁμαιχμίην συνθησομένους πρὸς τὸν Πέρσην, Her. 7, 145; 8, 140, 1; ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία, Thuc. 1, 18; Sp., wie App. Gall. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμαιχμία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἕνωσις πρὸς μάχην, ἀμυντικὴ συμμαχία, Θουκ. 1. 18· ὁμ. συντίθεμαί τινι, συνάπτω συμμαχίαν μετά τινος, Ἡρόδ. 8. 140, 1· πρός τινα, κατά τινος, ὁ αὐτ. 7. 145· ἐν τῷ πληθ., Ἀνώνυμ. παρὰ τῷ Σουΐδα ἐν λέξ. δυσμικῶν.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
alliance militaire, confédération.
Étymologie: ὅμαιχμος.

Greek Monolingual

ὁμαιχμία, ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. ὁμαιχμία) όμαιχμος
αμυντική συμμαχία
αρχ.
φρ. α) «συντίθεμαί τινι ὁμαιχμίαν» — συνάπτω συμμαχία με κάποιον
β) «συντίθεμαι ὁμαιχμίαν πρός τινα» — συνάπτω συμμαχία εναντίον κάποιου.

Greek Monolingual

ὁμαίχμια, τὰ (Α) όμαιχμος
ομαιχμία.