οὐρία: Difference between revisions
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(30) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὐρία]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ούριος]] (Ι).———————— <b>(II)</b><br />η (Α [[οὐρία]])<br />το [[πτηνό]] [[ούρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. [[ουρώ]]].———————— <b>(III)</b><br />η<br />(βιοχ.-χημ.) αζωτούχα οργανική [[ένωση]], διαμίδιο του ανθρακικού οξέος που αποτελεί το κύριο αζωτούχο [[προϊόν]] του καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα θηλαστικά και σε ορισμένους [[ιχθύς]] και εμφανίζεται στα [[ούρα]], στο [[αίμα]], στη [[χολή]], στο [[γάλα]] και στον [[ιδρώτα]], αλλ. [[καρβαμίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νόθο αντιδάνειο σύνθ., <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>uree</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>urina</i> «[[ούρο]]», <b>βλ. λ.</b> [[ουρώ]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὐρία]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ούριος]] (Ι).———————— <b>(II)</b><br />η (Α [[οὐρία]])<br />το [[πτηνό]] [[ούρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. [[ουρώ]]].———————— <b>(III)</b><br />η<br />(βιοχ.-χημ.) αζωτούχα οργανική [[ένωση]], διαμίδιο του ανθρακικού οξέος που αποτελεί το κύριο αζωτούχο [[προϊόν]] του καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα θηλαστικά και σε ορισμένους [[ιχθύς]] και εμφανίζεται στα [[ούρα]], στο [[αίμα]], στη [[χολή]], στο [[γάλα]] και στον [[ιδρώτα]], αλλ. [[καρβαμίδιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νόθο αντιδάνειο σύνθ., <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>uree</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>urina</i> «[[ούρο]]», <b>βλ. λ.</b> [[ουρώ]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] χαραδριόμορφων πτηνών στο οποίο ανήκουν ασπρόμαυρα θαλασσοπούλια που φωλιάζουν [[κατά]] [[σμήνη]] σε απότομους βράχους. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A v. οὔριος 11.2.
οὐρία, ἡ,
A a water-bird, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395e.
German (Pape)
[Seite 418] ἡ, = οὖρος, s. οὔριος. ἡ, ein Wasservogel, Ath. IX, 395 e.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρία: ἡ, ἴδε ἐν λ. οὔριος ΙΙ. 2.
Greek Monolingual
(I)
οὐρία, ἡ (Α)
βλ. ούριος (Ι).———————— (II)
η (Α οὐρία)
το πτηνό ούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. ουρώ].———————— (III)
η
(βιοχ.-χημ.) αζωτούχα οργανική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος που αποτελεί το κύριο αζωτούχο προϊόν του καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα θηλαστικά και σε ορισμένους ιχθύς και εμφανίζεται στα ούρα, στο αίμα, στη χολή, στο γάλα και στον ιδρώτα, αλλ. καρβαμίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. uree (< λατ. urina «ούρο», βλ. λ. ουρώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη].
Greek Monolingual
η
ζωολ. γένος χαραδριόμορφων πτηνών στο οποίο ανήκουν ασπρόμαυρα θαλασσοπούλια που φωλιάζουν κατά σμήνη σε απότομους βράχους.