ὀψίκοιτος: Difference between revisions
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀψίκοιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που πηγαίνει στο [[κρεβάτι]] του [[αργά]] τη [[νύχτα]], που κοιμάται [[αργά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀψι</i>- (<b>βλ.</b>λ. <i>οψέ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>κοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]])]. | |mltxt=[[ὀψίκοιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που πηγαίνει στο [[κρεβάτι]] του [[αργά]] τη [[νύχτα]], που κοιμάται [[αργά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀψι</i>- (<b>βλ.</b>λ. <i>οψέ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>κοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀψίκοιτος:''' -ον ([[κοίτη]]), αυτός που πηγαίνει [[αργά]] να πλαγιάσει, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A going late to bed, late-watching, ὄμματα A.Ag. 889.
German (Pape)
[Seite 432] spät schlafend, ὄμματα, Aesch. Ag. 863.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψίκοιτος: -ον, ὁ ὀψὲ εἰς τὴν κλίνην ἀπερχόμενος, ὁ ἀγρυπνῶν ἐπὶ πολὺ τῆς νυκτός, ὄμματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 889.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’endord tard.
Étymologie: ὀψέ, κοίτη.
Greek Monolingual
ὀψίκοιτος, -ον (Α)
αυτός που πηγαίνει στο κρεβάτι του αργά τη νύχτα, που κοιμάται αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ.λ. οψέ) + -κοιτος (< κοίτη)].
Greek Monotonic
ὀψίκοιτος: -ον (κοίτη), αυτός που πηγαίνει αργά να πλαγιάσει, σε Αισχύλ.